Παρουσίαση της Ιστορικής Μελέτης του Αναστασίου Γούναρη «Η Ναυπλιακή Επανάσταση»
Παρουσίαση της Ιστορικής Μελέτης του Αναστασίου Γούναρη «Η Ναυπλιακή Επανάσταση»
Πιο κάτω δημοσιεύουμε την ενδιαφέρουσα και τεκμηριωμένη εισήγηση – ανάλυση του φιλόλογου Γιώργου Αναστασόπουλου σχετικά με το βιβλίο του συναδέλφου του και συγγραφέα Αναστασίου Γούναρη « Η Ναυπλιακή Επανάσταση |1 Φεβρουαρίου- 8 Απριλίου 1862».
Εκφωνήθηκε στην πρώτη επίσημη εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Δήμου Ναυπλιέων, του Δημοτικού Οργανισμού Πολιτισμού, Περιβάλλοντος, Αθλητισμού και Τουρισμού και της Οργανωτικής επιτροπής εκδηλώσεων για τα 150 χρόνια από την Ναυπλιακή επανάσταση, στο Βουλευτικό, στο Ναύπλιο στις 17 Μαρτίου 2012.
Η εκδήλωση αυτή εντάσσεται στα πλαίσια πολλαπλών δράσεων για τα 150 χρόνια από την Ναυπλιακή Επανάσταση.
Κύριε Γούναρη,
Κυρίες και κύριοι,
Είναι μεγάλη τιμή για μένα να βρίσκομαι σ’ αυτό το βήμα σήμερα, δίπλα σε τόσο διακεκριμένους ανθρώπους των γραμμάτων και της ιστορίας, αλλά είναι και μεγάλη χαρά να μπορώ να παρουσιάσω ενώπιον σας το βιβλίο του κ. Γούναρη, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση, 1 Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862» μια ιστορική μελέτη σε Β΄ έκδοση, αυξημένη και βελτιωμένη.
Σε ό,τι αφορά τη σύνθεσή του, τη δομή του δηλαδή, παρατηρεί κανείς ότι ο συγγραφέας το χωρίζει σε 4 κύρια μέρη:
Την Εισαγωγή, στην οποία διατρέχει με συντομία την περίοδο από την υποδοχή του Όθωνα στο Ναύπλιο (18-1-1833) έως τις παραμονές της Ναυπλιακής Επανάστασης και σε τρία κεφάλαια:
Τα Προεπαναστατικά, με τα οποία εστιάζει το φακό του στο Ναύπλιο, περιγράφοντας και αναλύοντας τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν το τελευταίο έτος πριν την Ναυπλιακή επανάσταση,
Τα Επαναστατικά, το κυρίως σώμα του βιβλίου και το μεγαλύτερο σε έκταση, που αρχίζει με την απόφαση για τον ξεσηκωμό της 1ης Φεβρουαρίου και τελειώνει με την παράδοση της πόλης, την αιτιολόγηση της ήττας και τη στάση του Ευρωπαϊκού τύπου έναντι της Ναυπλιακής Επανάστασης και
Τα Μετεπαναστατικά, τις πολιτικές δηλαδή εξελίξεις που οδήγησαν στην έξωση του Όθωνα έξι μήνες αργότερα και στις διεργασίες έως την έλευση του νέου βασιλέα Γεωργίου Γκλύξμπουργκ.
Να αναφερθεί ότι ο συγγραφέας προτάσσει το προλογικό σημείωμα του προέδρου της ΔΗ.Κ.Ε.Ν κ. Κώστα Χελιώτη και τον πρόλογο της Α΄ και Β΄ έκδοσης της μελέτης του. Μετά το τέλος της ιστορικής αφήγησης, παραθέτει τη βιβλιογραφία. Ακολουθεί το Γενικό Ευρετήριο με τα σχετικά λήμματα, δείγμα της επιστημοσύνης του κ. Γούναρη και κλείνει με πίνακα εικόνων που περιλαμβάνει πίνακες της εποχής και τα πορτραίτα των πρωταγωνιστών της Ναυπλιακής Επανάστασης.
Εισαγωγή
Ας παρακολουθήσουμε τα ιστορικά γεγονότα με τη ματιά του συγγραφέα στην εισαγωγή του, η οποία αποτελεί μια εκτεταμένη αιτιολόγηση των αντιοθωνικών αισθημάτων του ελληνικού λαού.
Το Ναύπλιο είναι η πρώτη πόλη που υποδέχθηκε τον Όθωνα με ελπίδες και η πρώτη που χτυπά βίαια το θρόνο του, απογοητευμένη από τη τριαντάχρονη σχεδόν διακυβέρνησή του η οποία αποδείχθηκε ανίκανη να λύσει τα μεγάλα εθνικοκοινωνικά προβλήματα και να διοικήσει τη χώρα με βάση το σύνταγμα και τους νόμους. Άλυτο το αγροτικό πρόβλημα, αφού οι εθνικές γαίες (πρώην τουρκικά κτήματα) παρέμεναν αναξιοποίητες ή τις άρπαζαν οι αετονύχηδες. Άλυτο και το εθνικό πρόβλημα, καθώς οι εθνικοί πόθοι του φτωχού λαού παραμένουν αδικαίωτοι και βαρύνουν το «Σύστημα». Άλυτο παρέμενε και το πρόβλημα της διαδοχής, αφού το βασιλικό ζεύγος ήταν άτεκνο καθώς και το πολιτικό πρόβλημα, αφού ο Όθων δεν εννοούσε να εφαρμόσει το Σύνταγμα. Από το 1859 όμως αρχίζει ένας αντιδυναστικός αγώνας που κράτησε τρία χρόνια και έληξε με την έξωση του Όθωνα.
Προεπαναστατικά
Το κεφάλαιο αυτό αρχίζει με την απήχηση που είχε στο Ναύπλιο η προσβολή του Κανάρη. Δίνονται εύστοχα τα χαρακτηριστικά της πόλης και γίνεται η φιλοτέχνηση της εικόνας της και η περιγραφή της κοινωνίας της.
Το Ναύπλιο είναι το σπουδαιότερο, μετά την Αθήνα, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της αντιπολίτευσης. Περιβάλλεται από τείχη και φρουρείται από το Μπούρτζι, την Ακροναυπλία και το απόρθητο Παλαμήδι, στοιχεία που το κάνουν όχι μόνο να διατηρεί άσβεστες τις μνήμες του αγώνα της ανεξαρτησίας αλλά και να παραμένει η πιο οχυρή πόλη της Ελλάδας. Η αίγλη της παλιάς πρωτεύουσας ασφαλώς μεγαλώνει τη δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του Όθωνα που αποφάσισε τη μεταφορά της στην Αθήνα. Η οικονομία του είναι καλή με πληθυσμό μορφωμένο και ως μεγάλο στρατιωτικό κέντρο φιλοξενούσε πολλές στρατιωτικές μονάδες, των οποίων οι αξιωματικοί ήταν σχεδόν στο σύνολό τους συνταγματικοί, άρα και αντιοθωνικοί, (μη λησμονούμε ότι ο στρατός τότε ήταν από τα πιο προοδευτικά και μορφωμένα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού). Επίσης στ΄ Ανάπλι, από αφροσύνη των αρχών, ήταν εκτοπισμένοι και κυκλοφορούσαν πολλοί πολιτικοί αντίπαλοι του Όθωνα, δημοσιογράφοι, αξιωματικοί, φοιτητές κ.ά. Επιπλέον, ιδίως μετά την απόπειρα δολοφονίας της Αμαλίας, στις φυλακές της πόλης το «Σύστημα» συγκέντρωνε διαρκώς καταδικασμένους αντιπάλους του, στρατιωτικούς και πολίτες. Δηλαδή δημιουργούσε ευνοϊκές συνθήκες για την έκρηξη της επανάστασης.
Ο κόσμος του είχε ανεπτυγμένο εθνικό και φιλελεύθερο φρόνημα και πρωτοστατούσε στους συνταγματικούς αγώνες. Ηγετική θέση στους αγώνες αυτούς είχαν ο δήμαρχος Πολυχρ. Ζαρειφόπουλος, ο πρόξενος του Βελγίου Σπ. Ζαβιτσιάνος, ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο Πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης και οι δικηγόροι Αντωνόπουλος, Δημητριάδης, Παπαζαφειρόπουλος και Πετσάλης. Πάνω απ’ όλους όμως το Ναύπλιο είχε την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου.
Χήρα του πρώτου δημάρχου του Ναυπλίου Σπύρου Παπαλεξοπούλου, με αξιοσημείωτη για την εποχή της μόρφωση και ενημερωμένη βιβλιοθήκη, είχε φιλελεύθερη πολιτική συγκρότηση, ευαίσθητη κοινωνική συνείδηση και μαχητικό πνεύμα. Το σαλόνι της από το 1828 έως το 1834, που μεταφέρθηκε η «καθέδρα» του κράτους στην Αθήνα, ήταν το κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Από κει πέρασαν «όλοι». Από τον Καποδίστρια έως τους αντιβασιλείς και τον Όθωνα, και από τους πρέσβεις των ξένων κρατών έως και τους επίσημους επισκέπτες και τους επιφανείς περιηγητές της Ελλάδας. Τα πατριωτικά και φιλελεύθερα ιδεώδη της την έφεραν όμως νωρίς σε σύγκρουση και με το συγκεντρωτισμό του πρώτου κυβερνήτη και με τον απολυταρχισμό των Βαυαρών.
Έτσι από το 1861 το σπίτι της στην πλατεία Συντάγματος του Ναυπλίου είχε γίνει τόπος συνάντησης των εξόριστων αξιωματικών και των φλογερών πολιτών που ζητούσαν την «έκπτωσιν του συστήματος». Οι δημοκρατικές απόψεις, η συνωμοτική προετοιμασία και ο επαναστατικός ερεθισμός διευθύνονταν επιδέξια από την Παπαλεξοπούλου που ξαναζούσε μέρες υψηλής πολιτικής έντασης. Το Ναύπλιο είχε καταστεί το πιο προωθημένο αντιδυναστικό κέντρο και δε χρειαζόταν παρά μια σπίθα για να εκραγεί η εύφλεκτη πολιτική του ύλη. Εξάλλου σε όλη την επικράτεια του ελληνικού βασιλείου εκδηλώνονταν σποραδικά εξεγέρσεις που καταπνίγονταν με τα όπλα. Η σπίθα βρέθηκε και ήταν η δημόσια προσβολή του Όθωνα προς τον ένδοξο ναύαρχο Κων. Κανάρη. Η προσβολή είχε ιδιαίτερα δυσμενή απήχηση στο Ναύπλιο, όπου ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης ήταν πολύ λαοφιλής. Μετά απ’ αυτό, και σε συνεννόηση με την αντιπολίτευση της Αθήνας, ελήφθη η απόφαση της ένοπλης εξέγερσης για την «κατάπτωσιν του Συστήματος».

Ναύπλιο. Η πλατεία Συντάγματος και το Οπλοστάσιο, σήμερα Αρχαιολογικό Μουσείο. Η καρτ-ποστάλ, είναι ταχυδρομημένη το 1907, με πεντάλεπτο γραμματόσημο της σειράς των «Ολυμπιακών» Αγώνων του 1906.
Την οργάνωση και την ηγεσία της στρατιωτικής συνωμοσίας, που αναπτυσσόταν παράλληλα με την πολιτική, ανέλαβαν δύο εμπειροπόλεμοι και σοβαροί αξιωματικοί. Ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχου, διοικητής του Β΄ τάγματος πεζικού στην Ακροναυπλία και ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, φυλακισμένος στην Ακροναυπλία. Συνεπικουρούνταν φυσικά από άλλους μυημένους αξιωματικούς και ήταν σ’ επαφή με συνωμοτικά κινήματα πολλών ελληνικών πόλεων. Ο στόχος ήταν μια ταυτόχρονη πανελλήνια εξέγερση ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου 1862.
Επαναστατικά
Επειδή βρέθηκαν στα χέρια της αστυνομίας επιστολές συνωμοτικού περιεχομένου, αναγκάστηκαν οι συνωμότες να επισπεύσουν την έναρξη της επανάστασης. Έτσι τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 1862 συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Συντάγματος (τότε Πλατάνου), όπου και το σπίτι της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, στρατός και λαός ενωμένοι. Εκεί κήρυξαν επίσημα την έναρξη της Επανάστασης, κατέλυσαν τις αρχές, κατέλαβαν το Παλαμήδι και ανέλαβαν τη διοίκηση της πόλης.
Ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο συντάχθηκαν με τους επαναστάτες και συγκροτήθηκαν στην πόλη εθελοντικές μονάδες πολιτών για να συνδράμουν τις στρατιωτικές δυνάμεις της Επανάστασης.
Στρατιωτικός αρχηγόςτης Επανάστασης ορίστηκε ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχου, αρχηγός του επιτελείου ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, φρούραρχος Ναυπλίου ο ταγματάρχης Δ. Βότσαρης, φρούραρχος Παλαμηδίου ο ταγματάρχης
και στρατιωτικός αστυνόμος Ναυπλίας ο υπολοχαγός Δημητράκης Γρίβας (γιος του οπλαρχηγού της Ακαρνανίας Θεοδωράκης Γρίβα), ο πιο μαχητικός από τους ηγέτες του Ναυπλιακού κινήματος και ανυπότακτος μέχρι τέλους.
Από τη δεύτερη μέρα, μετά από ψηφοφορία λαού και στρατού, αναδείχθηκε μια «Κυβερνητική Επιτροπή» αποτελούμενη μόνο από πολίτες, αφού ο Μίχου επέμενε ότι οι στρατιωτικοί πρέπει να περιοριστούν στα «καθαρώς στρατιωτικά έργα» και πως «ο στρατός δεν πρέπει να πολιτεύεται». Την επιτροπή αυτή στελέχωσαν επιφανή μέλη της Ναυπλιώτικης κοινωνίας. Ο δήμαρχος Πολ. Ζαρειφόπουλος, ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Μιχ. Ιατρός, ο πρώην βουλευτής Γ. Ι. Ιατρού, ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, ο δημοτικός σύμβουλος Β. Κόκκινος και τέσσερις δικηγόροι: ο Κ. Γ. Αντωνόπουλος, ο Γρ. Δημητριάδης, ο Κ. Πετσάλης και Ιωάν. Παπαζαφειρόπουλος. Γενικός Γραμματέας της επιτροπής ορίστηκε ο Γ. Δ. Ποσειδών.
Η επιτροπή απεύθυνε προς το ελληνικό έθνος Διακήρυξη όπου εξηγούσε τα αίτια και καθόριζε τους τρείς βασικούς σκοπούς του κινήματος που ήταν:
1. Η κατάπτωση του συστήματος
2. Η διάλυση της βουλής.
3. Η συγκρότηση εθνοσυνέλευσης που θα υποσχόταν:
α. Την ανάκτηση των χαμένων ελευθεριών και
β. την εκπλήρωση των εθνικών πόθων
Είναι φανερό πως ο αντιοθωνισμός της διακήρυξης είναι μόνο έμμεσος, από πολιτική πρόνοια των ηγετών να μην έρθουν οι επαναστάτες σε αντίθεση με τις Προστάτιδες Δυνάμεις που είχαν επιβάλει και εγγυηθεί το θρόνο της Ελλάδας με τη συνθήκη της 25/4/1832. Έτσι η επίθεση γίνεται ανοιχτά μόνο εναντίον του «Συστήματος». Άλλο μέλημα της Επιτροπής ήταν η οργάνωση της νέας κατάστασης και η εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στο λαό. Και στα δύο αυτά τα αποτελέσματα ήταν άριστα. Αξιομνημόνευτος είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο ενέταξαν στις ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις του ποινικούς κρατούμενους του Παλαμηδίου, μετά από έντονα εκφρασθείσα δική τους επιθυμία.
Έτσι λαός, στρατός, πρώην κρατούμενοι και σώματα εθελοντών από τις γύρω περιοχές, το Άργος, την Τρίπολη κ.λ.π. συγκρότησαν μια αξιόλογη πολεμική δύναμη. Στο δίλημμα αν θα έπρεπε να βαδίσουν κατά της Αθήνας, ώστε να ξεσηκώσουν τους πάντες στο διάβα του ή να παραμείνουν στο Ναύπλιο αναμένοντας την επανάσταση των άλλων πόλεων, όπως ήταν η συμφωνία, στο δίλημμα αυτό δόθηκε η απάντηση: παραμονή στο οχυρό Ναύπλιο, για να μη διακινδυνευτεί η σύγκρουση με τον κυβερνητικό στρατό σε ανοιχτό πεδίο και τα θύματα είναι πολλά.
Η απόφαση αυτή έδωσε χρόνο στο Παλάτι και την άνεση να δράσει ψύχραιμα και μεθοδικά. Ενεργοποίησε αποτελεσματικά τους μηχανισμούς καταστολής και προπαγάνδας και στην Αθήνα και στις υπόλοιπες πόλεις, όπου υπήρχαν πληροφορίες για συνωμοτικές κινήσεις, και τις εξάρθρωσε ή τις κατέστειλε αμέσως μόλις ξέσπασαν.
Στη συνέχεια ο Όθων συγκάλεσε στην Κόρινθο όλες τις διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις (φαίνεται πως ήταν 3.000- 4.000) και ανέθεσε την αρχιστρατηγία στον απόστρατο στρατηγό γερμανοελβετικής καταγωγής Εμμανουήλ Χαν. Παράλληλα ο βασιλικός στρατός ενισχύθηκε με στρατολογηθέντες άτακτους μισθοφόρους. Ταυτόχρονα βουλευτές και αξιωματούχοι του συστήματος, που είχαν κύρος, στάλθηκαν στις επαρχίες για να αποτρέψουν νέες εξεγέρσεις.
Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του Γενναίου Κολοκοτρώνη, γιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που κατάπαυσε την επανάσταση στην Αρκαδία και στο Άργος και επιβραβεύτηκε αργότερα από τον Όθωνα με την ανάθεση σ’ αυτόν της Πρωθυπουργίας.
Ο κυβερνητικός στρατός σύστησε στρατόπεδο στ’ ανοιχτά του Ναυπλίου (κοντά στις σημερινές φυλακές της Τίρυνθας) και άρχισε την προετοιμασία.
Την 8η Φεβρουαρίου 1862, και χωρίς να προηγηθούν διαπραγματεύσεις, ο κυβερνητικός στρατός εξαπέλυσε ταυτόχρονη επίθεση σε τρία μέτωπα, τα οποία είχαν καταλάβει και οχυρώσει οι επαναστάτες του Ναυπλίου: στο χωριό Άρια, στο λόφο του προφήτη Ηλία και στους Μύλους του Ταμπακόπουλου που βρίσκονταν Ν.Δ. του προφήτη Ηλία. Οι μάχες ήταν πεισματικές και με μεγάλες απώλειες. Περίπου 70 οι νεκροί και από τις δύο πλευρές και περισσότεροι οι τραυματίες. Η νίκη στεφάνωσε τα όπλα των επαναστατών αλλά με εντολή του Μίχου δεν έγινε καταδίωξη των ηττημένων, για να μη χυθεί άλλο αδερφικό αίμα και γιατί ανέμενε να αυτομολήσουν προς το στρατό του πολλοί αξιωματικοί του Χαν.
Τις μέρες που ακολουθούν οι κυβερνητικοί σφίγγουν την πολιορκία και οι επαναστάτες συναισθάνονται την απομόνωση. Δεν χάνουν, όμως, τις ελπίδες τους ότι σύντομα θα επαναστατήσουν και άλλες πόλεις. Το ηθικό φροντίζει να το κρατά ακμαίο η εφημερίδα αρχών της επανάστασης «Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝ», που εξέδιδε τότε στην πόλη ο ταλαντούχος δημοσιογράφος Θ. Φλογαΐτης καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέγερσης.
Ο Φεβρουάριος πέρασε με αψιμαχίες και μάχες κυρίως στα χωριά Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι), Δρέπανο (Χαϊδάρι), Τολό (Μινώα), Ασίνη (Τζεφέραγα). Θύματα ήταν κυρίως οι άμαχοι τους οποίους πλιατσικολογούσαν άγρια οι άτακτοι μισθοφόροι του βασιλικού στρατού.
Την 1η Μαρτίου έχουμε τις σφοδρότερες συγκρούσεις σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Ο βασιλικός στρατός, υπέρτερος αριθμητικά, επιτέθηκε στην Άρια που την υπερασπιζόταν ο ανθυπολοχαγός Δυοβουνιώτης. Οι υπερασπιστές δεν άντεξαν κι ο Δυοβουνιώτης έπεσε νεκρός. Ένα τμήμα των νικητών εισβάλλει στο ατείχιστο προάστιο του Ναυπλίου, την Πρόνοια, τη λεηλατούν και την πυρπολούν. Ένα άλλο τμήμα σπεύδει να ενισχύσει τους επιτιθέμενους εναντίον του προφήτη Ηλία που τον υπερασπίζεται ο υπολοχαγός Δ. Γρίβας και ένα άλλο βοηθά τους επιτιθέμενους στους Μύλους Ταμπακόπουλου που τους υπερασπίζεται ο ανθυπολοχαγός Πραΐδης. Οι Μύλοι του Ταμπακόπουλου δεν άντεξαν και στο τέλος πυρπολήθηκαν από τους κυβερνητικούς. Η μάχη στον Προφήτη Ηλία κράτησε μέχρι τις 9 το βράδυ και οι άνδρες του Γρίβα κατάφεραν να βγουν από τον ασφυκτικό κλοιό με τέχνασμα και να σωθούν μπαίνοντας στα τείχη της πόλης.
Για τις εκατέρωθεν απώλειες οι μαρτυρίες είναι πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες. Είναι σαφές όμως ότι οι δυνάμεις των επαναστατών ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι περίπου 90 επαναστάτες, ανάμεσα στους οποίους και ο αρχηγός του επιτελείου των Ναυπλιωτών Πάνος Κορωναίος.
Την επόμενη μέρα ο Χαν ζητά με έγγραφο από τον Μίχου την παράδοση της πόλης εντός 24 ωρών χωρίς όρους. Στο Ναύπλιο τότε δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις: Αυτοί που με αρχηγό τον Μίχου ζητούσαν γενική αμνηστία και με αυτόν τον όρο δέχονταν να παραδοθούν (γιατί δεν έβλεπαν συνδρομή από αλλού κι είχαν χάσει τις ελπίδες τους) και οι αδιάλλακτοι με αρχηγό τον Δ. Γρίβα που πρότειναν την παράταση του αγώνα.
Οι περισσότεροι τάχθηκαν με την άποψη του Μίχου και υπέγραψαν έγγραφο με το οποίο ζητούσαν γενική αμνηστία. Οι διαφωνούντες κατέλαβαν το Παλαμήδι και προετοιμάζονταν να συνεχίσουν ακόμα και μόνοι τον Αγώνα, όταν έφτασε η είδηση της Επανάστασης στις Κυκλάδες. Τότε αναζωπυρώθηκαν οι ελπίδες των πολιορκημένων και εύχονταν να απαντήσει αρνητικά ο Όθων στο αίτημα για αμνηστία. Η επανάσταση των Κυκλάδων όμως, πνίγηκε στο αίμα, γεμίζοντας θλίψη τους Ναυπλιείς .
Σιγά – σιγά όμως κύριος της κατάστασης στο Ναύπλιο έγινε ο Δ. Γρίβας και οι ομοϊδεάτες του και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και του λαού πήρε το μέρος του. Κι όταν ο Χαν μετά από παρελκυστική τακτική αρκετών ημερών ανακοίνωσε στις 16 Μαρτίου ότι το «υπουργείον δεν ενδίδει» και δεν δίνει αμνηστία οι αντιμαχόμενες παρατάξεις Μίχου – Γρίβα συμφιλιώθηκαν και με νέα ορμή ρίχτηκαν και πάλι μαζί στον αγώνα, βομβαρδίζοντας τους πολιορκητές στις 18 και 19 Μαρτίου και δεχόμενοι το σφοδρό Κανονιοβολισμό του Χαν.
Ο Επίλογος
Η κατάσταση στην πόλη γίνεται μέρα με τη μέρα δραματικότερη αφού, εκτός των άλλων, υπήρχε και η έλλειψη πόσιμου νερού μετά την κατάληψη της Άριας και των πηγών της από τους πολιορκητές (το Ναύπλιο υδρευόταν τότε από την Άρια). Αυτό ανάγκασε τους πολιορκημένους να ζητήσουν ανακωχή και με νοικιασμένες βάρκες μεταφέρθηκαν, όσες οικογένειες δέχτηκαν, στους Μύλους κι από ‘κει με απίστευτες δυσκολίες και ταλαιπωρίες, στο Άργος.
Στις 24 Μαρτίου έφτασε στο Ναύπλιο το διάταγμα της αμνηστίας που υπέγραψε ο Όθωνας. Το διάταγμα εξαιρούσε από την αμνηστία 12 στρατιωτικούς και 7 πολιτικούς ως πρωταίτιους της επανάστασης. Επιπλέον είχε ημερομηνία 8 Μαρτίου 1862, άρα ο Χαν το είχε κρατήσει μυστικό, όταν διαπραγματευόταν με τους επαναστάτες, αφού οι Ναυπλιείς ζητούσαν Γενική Αμνηστία και δεν θα το δέχονταν.
Προσδοκούσε ότι ο χρόνος δούλευε εις βάρος τους και πως αργότερα θα το δέχονταν. Κι όμως το απέρριψαν διατρανώνοντας την απόφασή τους για αγώνα μέχρι εσχάτων. Αλλά για πόσο ακόμα; Για πρώτη φορά, κατά τα τέλη Μαρτίου, παρατηρήθηκαν αυτομολήσεις από τους Ναυπλιείς προς το στρατόπεδο των πολιορκητών. Αυτό ήταν το σήμα για τον Μίχου να έρθει σε συνεννόηση με τους πρέσβεις Γαλλίας και Αγγλίας να διαθέσουν πλοία, ώστε να αναχωρήσουν για το εξωτερικό οι 19 μη αμνηστευμένοι πρωταίτιοι της επανάστασης Οι πρέσβεις δέχθηκαν και το πρωτόκολλο παράδοσης υπογράφηκε στις 6 Απριλίου 1862 απ’ όλους, πλην του Δ. Γρίβα ο οποίος υπέγραψε την αξιοσημείωτη δήλωση: «Εγκαταλειφθείς παρά πάντων των συναδέλφων μου αναγκάζομαι να καταδικάσω εμαυτόν εις αειφυγίαν και, αισχυνόμενος του λοιπού να αποκαλώμαι Έλλην, από τούδε παραιτούμαι της ελληνικής εθνικότητας».
Οι μη αμνηστευμένοι μέσα σε ανείπωτη συγκίνηση μπήκαν στα δύο καράβια, ένα Αγγλικό κι ένα Γαλλικό, ανήμερα το Πάσχα, 8 Απριλίου 1862, αφού χαιρέτησαν τη Φρουρά, τους πολίτες και την Κ. Παπαλεξοπούλου που προφητικά τους εγκαρδίωνε πως σύντομα θα ξανανταμωθούν. Μαζί τους έφυγαν για το εξωτερικό κι άλλοι 250-300 επαναστάτες που δεν δέχτηκαν να παραμείνουν και να παραδώσουν την πόλη στους νικητές αντιπάλους.
Μετά την αναχώρηση των πλοίων ο εντεταλμένος ταγματάρχης Ι. Μανολάκης παρέδωσε την πόλη και τα κάστρα στο Χαν και ο βασιλικός στρατός έμπαινε στην πόλη με τους εναπομείναντες κατοίκους κλεισμένους στα σπίτια τους. Κατέβηκαν οι επαναστατικές σημαίες, αποκαταστάθηκαν οι Οθωνικές αρχές και επέστρεψαν οι οικογένειες που το είχαν εγκαταλείψει. Η ζωή έβρισκε σιγά – σιγά το δρόμο της και η πίκρα τη θέση της στις καρδιές των Ναυπλιωτών.
Μετεπαναστατικά
Η Οθωνική διοίκηση εκκαθάρισε το Ναύπλιο με πολλή προσοχή από κάθε επαναστατικό στοιχείο. Διέλυσε τα επαναστατικά τάγματα, το δημοτικό συμβούλιο και απέλυσε τους δύο δικαστικούς: τον εφέτη Πετιμεζά και τον πρωτοδίκη Μαυρομιχάλη καθώς και 5 δικηγόρους. Η κυκλοφορία του κόσμου στην πόλη ορίστηκε ως τις 9:00 το βράδυ και η Παπαλεξοπούλου κλείστηκε στο σπίτι της «όπως μη εκθέση τους φίλους της εις τας λίαν φιλυπόπτους βασιλικάς αρχάς του Ναυπλίου κατά τας πονηράς εκείνας ημέρας».
Αρχές Οκτωβρίου ο Όθων και η Αμαλία αποφάσισαν να περιοδεύσουν στην Ελλάδα για να ενισχύσουν τη χαμένη δημοτικότητά τους. Όταν όμως βρίσκονταν στην Καλαμάτα ξέσπασε νέα επανάσταση εναντίον τους. Αρχικά στη Βόνιτσα κι έπειτα σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στην Αθήνα. Ο Όθων εγκατέλειψε το θρόνο κι έφυγε με αγγλικό πλοίο από την Ελλάδα στις 10 Οκτωβρίου 1862. Έξι μήνες μετά τη λήξη της αιματηρής Ναυπλιακής Επανάστασης. Η δικαίωση της ιστορικής πόλης ήρθε μεταχρονολογημένη «Η προσωρινή κυβέρνηση θέλοντας να τιμήσει την πόλη που πρωτοστάτησε στον αντιδυναστικό αγώνα, κάλεσε επίσημα στην πρωτεύουσα την «Μητέρα της Επαναστάσεως». Εκεί αποθεώθηκε από το λαό. «Ποτέ άλλοτε Ελληνίδα δε γνώρισε τόσες και τέτοιες τιμές» οι οποίες φυσικά αντανακλούσαν στ’ Ανάπλι.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έξωσή του ο Όθων ξαναπροσπάθησε σε συνεργασία με Σέρβους και Ιταλούς να οργανώσει κίνημα στην Τουρκία αλλά και πάλι οι συνεννοήσεις ναυάγησαν.
Στο ερώτημα αν ήταν αναμεμειγμένες Ξένες Δυνάμεις στη Ναυπλιακή Επανάσταση, η απάντηση του Γούναρη είναι σαφής: «Η Ναυπλιακή Επανάσταση δεν ήταν ξενοκίνητη. Το ναυπλιακό κίνημα ήταν κι έμεινε καθαρά ελληνικό. Αποτελούσε την ένοπλη και αιματηρή εκδήλωση ενός πλατύτερου εσωτερικού αναβρασμού».
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι απόπειρες επηρεασμού δεν υπήρξαν όπως λ.χ. από την Ιταλία του Γαριβάλδη και Βίκτωρα Εμμανουήλ και πολύ περισσότερο από την Αγγλική διπλωματία που φοβόταν την αύξηση της ρωσικής επιρροής στην Ελλάδα. Και ο Γούναρης κλείνει: «ο υπερδίμηνος αγώνας των αναπλιωτών εμφύσησε νέα πνοή και γιγάντωσε τη φιλελευθερη κίνηση, ενίσχυσε την πεποίθηση στη δημοκρατικότητα του ελληνικού κόσμου και τόνωσε την πίστη για το αναφαίρετο των πολιτικών του δικαιωμάτων. Γι’ αυτό η Ναυπλιακή Επανάσταση, που γεμίζει μερικές από τις καλύτερες σελίδες της νεοελληνικής πολιτικής ιστορίας, διατήρησε και θα διατηρεί από την άποψη τούτη ακέριο το νόημά της».
Κλείνοντας επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι η ιστορική μελέτη του κ. Γούναρη είναι η πληρέστερη μέχρι σήμερα για τα ναυπλιακά γεγονότα του 1862. και δεν είναι μόνο το ιστορικό αφήγημα των συμβάντων, ούτε μόνο η τεκμηριωμένη αιτιολόγησή τους. Είναι και μια επιτυχημένη παρουσίαση των πρωταγωνιστών χωρίς κορόνες και αδικαιολόγητες υποτιμήσεις λ.χ. θεωρεί τον Αρχηγό Αρτέμη Μίχου ως μεγαλόψυχο, αφού στις νίκες δεν καταδιώκει τους αντιπάλους για να μην χύσει άλλο αδελφικό αίμα, αλλά τον θεωρεί και ακατάλληλο για ηγέτη, αφού δεν πήρε την τολμηρή απόφαση να βαδίσει από την πρώτη στιγμή εναντίον της Αθήνας.
Είναι ακόμα μια ψύχραιμη ματιά και μια απόπειρα ερμηνείας με πλήθος πολιτισμικών και κοινωνικών στοιχείων που ανθολογεί από τις πηγές του, όπως :
– οι νεκροί του αγώνα θάβονταν στην Παναγίτσα και όχι στο κανονικό νεκροταφείο της πόλης
– την Καθαρή Δευτέρα (21-02-1862) ο λαός του Ναυπλίου έκαψε τη λαιμητόμο, το « αποτρόπαιον μίασμα της βαρβαρότητος», δείγμα των φιλελεύθερων και δημοκρατικών απόψεών του
– η φιλολαϊκή στάση των παπάδων, που ευλογούσαν τα αντιοθωνικά κινήματα, σε αντίθεση με τη φιλοοθωνική εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, που απειλούσε τους επαναστάτες με την κατάρα του θεού
– τραγούδια για τ’ Ανάπλι παλιότερα και σύγχρονα, που δημιουργήθηκαν με αφορμή την Επανάσταση
– η συμβολή των δικηγόρων στην επανάσταση της πόλης
– και η παράθεση άλλων πολλών στοιχείων που πλουτίζουν την αφήγηση, πάντοτε τεκμηριωμένα, με υποσελίδιες παραπομπές στις πηγές του.
Κύριε Γούναρη, σας ευχαριστώ θερμά από το βήμα αυτό και προσωπικά και εκ μέρους του Ναυπλίου για την προσφορά σας στην ανάδειξη αυτών των σελίδων της τοπικής μας ιστορίας που περιμένει τους μελετητές της να φωτίσουν ένα πλήθος από πτυχές της που βρίσκονται ακόμα στο σκοτάδι.
Γιώργος Αναστασόπουλος
Φιλόλογος