Μαυρομιχάλης Α. Πέτρος (1828-1892)
Γιος του Μπεϊζαδέ Αναστασίου και εγγονός του Πετρόμπεη. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι. Το 1862 ήταν πρωτοδίκης στο Ναύπλιο. Πρωτοστάτησε στην Ναυπλιακή επανάσταση το Φεβρουάριο του 1862. Ήταν μέλος της επαναστατικής επιτροπής.
Με την αποτυχία της εξέγερσης αυτοεξορίστηκε με άλλους επαναστάτες, περίπου τριακόσιους, στη Σμύρνη. Μετά την έξωση του Όθωνα εχρημάτισε πληρεξούσιος Εθνοσυνέλευσης, υπουργός Δικαιοσύνης, βουλευτής, Γεν. Γραμματέας υπουργείου Δικαιοσύνης. Πέθανε στην Αθήνα το 1892.
Πηγή
Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», τρίτη έκδοση, Αθήνα χχ.
Εκδήλωση του 1ου Λυκείου Ναυπλίου για την Ναυπλιακή Επανάσταση
Η πρόσκληση της Οργανωτικής Επιτροπής για τον Εορτασμό των 150 χρόνων από τη Ναυπλιακή Επανάσταση για παράλληλες εκδηλώσεις ώστε ο εορτασμός να απλωθεί σε κάθε κοινωνική και εκπαιδευτική δραστηριότητα, βρήκε γόνιμο έδαφος και έδωσε το ερέθισμα στους καθηγητές και τους μαθητές του 1ου Λυκείου Ναυπλίου, να οργανώσουν μια εκδήλωση σχετική με την Ναυπλιακή Επανάσταση.
Η γνώση της τοπικής ιστορίας αποτελεί ένα σημαντικό αλλά και απαραίτητο εφόδιο για τους νέους, που θα πρέπει να γνωρίζουν τον τόπο που γεννήθηκαν, που μορφώθηκαν, που αγάπησαν. Να γνωρίζουν ότι σε κάθε γωνιά της πόλης τους είναι χαραγμένα τα μηνύματα των προγόνων τους για αξίες και ιδανικά, που σήμερα κινδυνεύουν να ξεχαστούν.
Είναι αλήθεια ότι στα πλαίσια του αναλυτικού προγράμματος των σχολείων είναι δύσκολο να ενταχθεί το μάθημα της τοπικής ιστορίας. Παλιότερα, στα πλαίσια των καινοτόμων δραστηριοτήτων (Περιβαλλοντική Εκπαίδευση) και φέτος, μόνο στην Ερευνητική Εργασία (project), έχουν την δυνατότητα οι καθηγητές να εντάξουν σχετική θεματολογία και οι μαθητές να ασχοληθούν με τοπικά θέματα.
Έτσι την Παρασκευή 6 Απριλίου 2012 (τελευταία Παρασκευή πριν τις διακοπές του Πάσχα), θα διατεθούν οι δύο τελευταίες ώρες, ώστε να μεταβούν οι μαθητές στο Βουλευτικό και να παρακολουθήσουν την παρουσίαση των γεγονότων της Ναυπλιακής Επανάστασης.
Την παρουσίαση έχουν ετοιμάσει καθηγητές του σχολείου. Στόχος είναι οι μαθητές να αποκτήσουν μια βασική γνώση γύρω από τα γεγονότα, να προκληθούν για να ερευνήσουν την ιστορία του τόπου τους.
Η εκδήλωση είναι ανοικτή για όποιον θέλει να την παρακολουθήσει. Θα ξεκινήσει στις 11 το πρωί και θα επακολουθήσει διάλογος
Κατσικογιάννης Χρήστος (;- περ. 1890)
Στρατιωτικός. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς γεννήθηκε. Ήταν γιος του στρατηγού Ευστάθιου Κατσικογιάννη* ή Κατσικοστάθη. Ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του, έγινε κι αυτός αξιωματικός του στρατού. Το 1862, έλαβε μέρος στη Ναυπλιακή Επανάσταση ως ένας εκ των σωματαρχών της φρουράς του Ναυπλίου και συνυπέγραψε επιστολή των επαναστατών προς τις Μεγάλες Δυνάμεις με την οποία ήθελαν οι επαναστάτες να εξηγήσουν τα αίτια και τους σκοπούς της Επανάστασης.
Μετά την κάθοδο των βασιλικών στρατευμάτων με επικεφαλής τον στρατηγό Χαν, ο Χρήστος Κατσικογιάννης, ως στρατοπεδάρχης της Άρειας Ναυπλίου, αντιστάθηκε σθεναρά. Στις 8 Φεβρουαρίου – μετά την νίκη των επαναστατών- εξέδωσε ημερησία διαταγή με την οποία συγχαίρει τους στρατιώτες του αλλά και θρηνεί για το αδελφικό αίμα που χύθηκε κατά την φονική μάχη.

Επεισόδιο από τη Ναυπλιακή Επανάσταση – Κατάληψη των εξωτερικών οχυρώσεων από τον Οθωνικό στρατό (1862).
Την 1η Μαρτίου 1862, το Ναύπλιο βρίσκεται σε οικτρή θέση. Έχει ήδη αρχίσει η πολιορκία της πόλης και των φρουρίων του Ναυπλίου. Ο Αρχηγός Αρτέμης Μίχου συγκαλεί συμβούλιο και ζητά την γνώμη του, αφού πρώτα διαβάζει το τελεσίγραφο του Χαν με το οποίο τους καλεί « όπως εντός 24 ωρών δηλώση, αν η φρουρά και οι πολίται υποτάσσονται άνευ ουδεμιάς συνθηκολογήσεως», και καταθέτει την προσωπική του γνώμη. «…πάσαν περαιτέρω ενέργειαν θεωρώ ματαίαν και ότι άνευ ελπίδος προς ευόδωσιν του σκοπού της επαναστάσεως είναι αμάρτημα να επιμένωμεν εις περαιτέρω δεινά και χύσιν αδελφικού αίματος και προτείνω να ζητηθή γενική αμνηστία».
Τη γνώμη του Αρχηγού ασπάστηκαν όλοι οι παρόντες, εκτός από τον Δ. Γρίβα, τον Θρ. Μάνο, τον Ν. Σμόλεντς, τον Χρ. Γρίβα, τον Αλ. Πραΐδη, τον Γ. Πετιμεζά και βεβαίως τον Χρήστο Κατσικογιάννη. Θεώρησαν ότι είναι νωρίς ακόμη να καταλήξουν σε τέτοια απόφαση και, επειδή δεν μπόρεσαν να πείσουν τους άλλους, αποχώρησαν από το συμβούλιο αγανακτισμένοι.
Ο Όθωνας υπέγραψε μερική αμνηστία στις 8 Μαρτίου 1862. Απ’ αυτήν εξαιρούντο 19 στρατιωτικοί και πολιτικοί μεταξύ των οποίων και ο Χρήστος Kατσικογιάννης.
Στις 6 Απριλίου, συνυπέγραψε την απόφαση της εθελουσίας εξορίας, η οποία κατέληγε:«Αποφαινόμεθα: Υποβάλομεν ημάς αυτούς εις την εγκατάλειψιν του πατρώου εδάφους, αναχωρούντες εις την αλλοδαπήν μεθ’ όλων εκείνων, όσοι εκ των ενταύθα θέλουν μας ακολουθήσει ». Στις 10 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα, μετά την θεία λειτουργία, οι εξαιρεθέντες από την αμνηστία, επιβιβάστηκαν στα δύο ξένα πλοία που είχαν σταλεί γι’ αυτόν τον σκοπό και ακολούθησαν τον δρόμο της εξορίας.
Ο Χρήστος Κατσικογιάννης, ο Αντωνόπουλος, ο Στέλβαχ, ο Μπότσαρης, ο Τριτάκης, ο Γραμματικόπουλος, ο Μάνος, ο Πραΐδης και ο Γρίβας επιβιβάστηκαν στο Αγγλικό πλοίο « Κάστωρ». Τούτο προκύπτει από ευχαριστήρια επιστολή των πιο πάνω προς τον πλοίαρχο. (Ε.Λ.Ι.Α. Αρχείο Οικογένειας Κατσικογιάννη, Φάκελος 1, υποφάκελος 1.3. έγγραφα:45-59).
Μετά την έξωση του Όθωνα έλαβε μέρος στην Β’ Εθνοσυνέλευση και διορίστηκε από αυτήν, ως πληρεξούσιος στην επιτροπή για τη μελέτη του ορθού αριθμού του στρατού. Αναμίχτηκε στα πολιτικά πράγματα της περιόδου και τιμήθηκε με πολλά μετάλλια. Το 1865 ο Χρήστος Κατσικογιάννης διετέλεσε Βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας.
Υποσημείωση
* Κατσικογιάννης Ευστάθιος (1793-1836). Ο Ευστάθιος Κατσικογιάννης ή Κατσικοστάθης υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου τον οποίο ακολούθησε μαζί με τα αδέλφια του στις αρχές του αγώνα. Πολέμησε στο πλευρό του στη Γραβιά, στα Βασιλικά, στην Άμφισσα και συμμετείχε σε μάχες στην Εύβοια, στην Αττική και στην Πελοπόννησο. Κατά την Επανάσταση συντηρούσε δικό του στρατιωτικό σώμα. Προήχθη σε στρατηγό το 1822 και χιλίαρχο το 1828. Μετά την Επανάσταση εντάχθηκε στον τακτικό στρατό. Το 1835 ήταν αντισυνταγματάρχης και έφτασε στο βαθμό του συνταγματάρχη. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1836 φέρων τον βαθμό του Συνταγματάρχη στην Εθνοφυλακή της Βασιλικής Φάλαγγας.
Πηγές
Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο
Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση», Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ναυπλίου, Αθήνα, ²2010.
Παρουσίαση της Ιστορικής Μελέτης του Αναστασίου Γούναρη «Η Ναυπλιακή Επανάσταση»
Πιο κάτω δημοσιεύουμε την ενδιαφέρουσα και τεκμηριωμένη εισήγηση – ανάλυση του φιλόλογου Γιώργου Αναστασόπουλου σχετικά με το βιβλίο του συναδέλφου του και συγγραφέα Αναστασίου Γούναρη « Η Ναυπλιακή Επανάσταση |1 Φεβρουαρίου- 8 Απριλίου 1862».
Εκφωνήθηκε στην πρώτη επίσημη εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Δήμου Ναυπλιέων, του Δημοτικού Οργανισμού Πολιτισμού, Περιβάλλοντος, Αθλητισμού και Τουρισμού και της Οργανωτικής επιτροπής εκδηλώσεων για τα 150 χρόνια από την Ναυπλιακή επανάσταση, στο Βουλευτικό, στο Ναύπλιο στις 17 Μαρτίου 2012.
Η εκδήλωση αυτή εντάσσεται στα πλαίσια πολλαπλών δράσεων για τα 150 χρόνια από την Ναυπλιακή Επανάσταση.
Κύριε Γούναρη,
Κυρίες και κύριοι,
Είναι μεγάλη τιμή για μένα να βρίσκομαι σ’ αυτό το βήμα σήμερα, δίπλα σε τόσο διακεκριμένους ανθρώπους των γραμμάτων και της ιστορίας, αλλά είναι και μεγάλη χαρά να μπορώ να παρουσιάσω ενώπιον σας το βιβλίο του κ. Γούναρη, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση, 1 Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862» μια ιστορική μελέτη σε Β΄ έκδοση, αυξημένη και βελτιωμένη.
Σε ό,τι αφορά τη σύνθεσή του, τη δομή του δηλαδή, παρατηρεί κανείς ότι ο συγγραφέας το χωρίζει σε 4 κύρια μέρη:
Την Εισαγωγή, στην οποία διατρέχει με συντομία την περίοδο από την υποδοχή του Όθωνα στο Ναύπλιο (18-1-1833) έως τις παραμονές της Ναυπλιακής Επανάστασης και σε τρία κεφάλαια:
Τα Προεπαναστατικά, με τα οποία εστιάζει το φακό του στο Ναύπλιο, περιγράφοντας και αναλύοντας τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν το τελευταίο έτος πριν την Ναυπλιακή επανάσταση,
Τα Επαναστατικά, το κυρίως σώμα του βιβλίου και το μεγαλύτερο σε έκταση, που αρχίζει με την απόφαση για τον ξεσηκωμό της 1ης Φεβρουαρίου και τελειώνει με την παράδοση της πόλης, την αιτιολόγηση της ήττας και τη στάση του Ευρωπαϊκού τύπου έναντι της Ναυπλιακής Επανάστασης και
Τα Μετεπαναστατικά, τις πολιτικές δηλαδή εξελίξεις που οδήγησαν στην έξωση του Όθωνα έξι μήνες αργότερα και στις διεργασίες έως την έλευση του νέου βασιλέα Γεωργίου Γκλύξμπουργκ.
Να αναφερθεί ότι ο συγγραφέας προτάσσει το προλογικό σημείωμα του προέδρου της ΔΗ.Κ.Ε.Ν κ. Κώστα Χελιώτη και τον πρόλογο της Α΄ και Β΄ έκδοσης της μελέτης του. Μετά το τέλος της ιστορικής αφήγησης, παραθέτει τη βιβλιογραφία. Ακολουθεί το Γενικό Ευρετήριο με τα σχετικά λήμματα, δείγμα της επιστημοσύνης του κ. Γούναρη και κλείνει με πίνακα εικόνων που περιλαμβάνει πίνακες της εποχής και τα πορτραίτα των πρωταγωνιστών της Ναυπλιακής Επανάστασης.
Εισαγωγή
Ας παρακολουθήσουμε τα ιστορικά γεγονότα με τη ματιά του συγγραφέα στην εισαγωγή του, η οποία αποτελεί μια εκτεταμένη αιτιολόγηση των αντιοθωνικών αισθημάτων του ελληνικού λαού.
Το Ναύπλιο είναι η πρώτη πόλη που υποδέχθηκε τον Όθωνα με ελπίδες και η πρώτη που χτυπά βίαια το θρόνο του, απογοητευμένη από τη τριαντάχρονη σχεδόν διακυβέρνησή του η οποία αποδείχθηκε ανίκανη να λύσει τα μεγάλα εθνικοκοινωνικά προβλήματα και να διοικήσει τη χώρα με βάση το σύνταγμα και τους νόμους. Άλυτο το αγροτικό πρόβλημα, αφού οι εθνικές γαίες (πρώην τουρκικά κτήματα) παρέμεναν αναξιοποίητες ή τις άρπαζαν οι αετονύχηδες. Άλυτο και το εθνικό πρόβλημα, καθώς οι εθνικοί πόθοι του φτωχού λαού παραμένουν αδικαίωτοι και βαρύνουν το «Σύστημα». Άλυτο παρέμενε και το πρόβλημα της διαδοχής, αφού το βασιλικό ζεύγος ήταν άτεκνο καθώς και το πολιτικό πρόβλημα, αφού ο Όθων δεν εννοούσε να εφαρμόσει το Σύνταγμα. Από το 1859 όμως αρχίζει ένας αντιδυναστικός αγώνας που κράτησε τρία χρόνια και έληξε με την έξωση του Όθωνα.
Προεπαναστατικά
Το κεφάλαιο αυτό αρχίζει με την απήχηση που είχε στο Ναύπλιο η προσβολή του Κανάρη. Δίνονται εύστοχα τα χαρακτηριστικά της πόλης και γίνεται η φιλοτέχνηση της εικόνας της και η περιγραφή της κοινωνίας της.
Το Ναύπλιο είναι το σπουδαιότερο, μετά την Αθήνα, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της αντιπολίτευσης. Περιβάλλεται από τείχη και φρουρείται από το Μπούρτζι, την Ακροναυπλία και το απόρθητο Παλαμήδι, στοιχεία που το κάνουν όχι μόνο να διατηρεί άσβεστες τις μνήμες του αγώνα της ανεξαρτησίας αλλά και να παραμένει η πιο οχυρή πόλη της Ελλάδας. Η αίγλη της παλιάς πρωτεύουσας ασφαλώς μεγαλώνει τη δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του Όθωνα που αποφάσισε τη μεταφορά της στην Αθήνα. Η οικονομία του είναι καλή με πληθυσμό μορφωμένο και ως μεγάλο στρατιωτικό κέντρο φιλοξενούσε πολλές στρατιωτικές μονάδες, των οποίων οι αξιωματικοί ήταν σχεδόν στο σύνολό τους συνταγματικοί, άρα και αντιοθωνικοί, (μη λησμονούμε ότι ο στρατός τότε ήταν από τα πιο προοδευτικά και μορφωμένα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού). Επίσης στ΄ Ανάπλι, από αφροσύνη των αρχών, ήταν εκτοπισμένοι και κυκλοφορούσαν πολλοί πολιτικοί αντίπαλοι του Όθωνα, δημοσιογράφοι, αξιωματικοί, φοιτητές κ.ά. Επιπλέον, ιδίως μετά την απόπειρα δολοφονίας της Αμαλίας, στις φυλακές της πόλης το «Σύστημα» συγκέντρωνε διαρκώς καταδικασμένους αντιπάλους του, στρατιωτικούς και πολίτες. Δηλαδή δημιουργούσε ευνοϊκές συνθήκες για την έκρηξη της επανάστασης.
Ο κόσμος του είχε ανεπτυγμένο εθνικό και φιλελεύθερο φρόνημα και πρωτοστατούσε στους συνταγματικούς αγώνες. Ηγετική θέση στους αγώνες αυτούς είχαν ο δήμαρχος Πολυχρ. Ζαρειφόπουλος, ο πρόξενος του Βελγίου Σπ. Ζαβιτσιάνος, ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο Πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης και οι δικηγόροι Αντωνόπουλος, Δημητριάδης, Παπαζαφειρόπουλος και Πετσάλης. Πάνω απ’ όλους όμως το Ναύπλιο είχε την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου.
Χήρα του πρώτου δημάρχου του Ναυπλίου Σπύρου Παπαλεξοπούλου, με αξιοσημείωτη για την εποχή της μόρφωση και ενημερωμένη βιβλιοθήκη, είχε φιλελεύθερη πολιτική συγκρότηση, ευαίσθητη κοινωνική συνείδηση και μαχητικό πνεύμα. Το σαλόνι της από το 1828 έως το 1834, που μεταφέρθηκε η «καθέδρα» του κράτους στην Αθήνα, ήταν το κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Από κει πέρασαν «όλοι». Από τον Καποδίστρια έως τους αντιβασιλείς και τον Όθωνα, και από τους πρέσβεις των ξένων κρατών έως και τους επίσημους επισκέπτες και τους επιφανείς περιηγητές της Ελλάδας. Τα πατριωτικά και φιλελεύθερα ιδεώδη της την έφεραν όμως νωρίς σε σύγκρουση και με το συγκεντρωτισμό του πρώτου κυβερνήτη και με τον απολυταρχισμό των Βαυαρών.
Έτσι από το 1861 το σπίτι της στην πλατεία Συντάγματος του Ναυπλίου είχε γίνει τόπος συνάντησης των εξόριστων αξιωματικών και των φλογερών πολιτών που ζητούσαν την «έκπτωσιν του συστήματος». Οι δημοκρατικές απόψεις, η συνωμοτική προετοιμασία και ο επαναστατικός ερεθισμός διευθύνονταν επιδέξια από την Παπαλεξοπούλου που ξαναζούσε μέρες υψηλής πολιτικής έντασης. Το Ναύπλιο είχε καταστεί το πιο προωθημένο αντιδυναστικό κέντρο και δε χρειαζόταν παρά μια σπίθα για να εκραγεί η εύφλεκτη πολιτική του ύλη. Εξάλλου σε όλη την επικράτεια του ελληνικού βασιλείου εκδηλώνονταν σποραδικά εξεγέρσεις που καταπνίγονταν με τα όπλα. Η σπίθα βρέθηκε και ήταν η δημόσια προσβολή του Όθωνα προς τον ένδοξο ναύαρχο Κων. Κανάρη. Η προσβολή είχε ιδιαίτερα δυσμενή απήχηση στο Ναύπλιο, όπου ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης ήταν πολύ λαοφιλής. Μετά απ’ αυτό, και σε συνεννόηση με την αντιπολίτευση της Αθήνας, ελήφθη η απόφαση της ένοπλης εξέγερσης για την «κατάπτωσιν του Συστήματος».

Ναύπλιο. Η πλατεία Συντάγματος και το Οπλοστάσιο, σήμερα Αρχαιολογικό Μουσείο. Η καρτ-ποστάλ, είναι ταχυδρομημένη το 1907, με πεντάλεπτο γραμματόσημο της σειράς των «Ολυμπιακών» Αγώνων του 1906.
Την οργάνωση και την ηγεσία της στρατιωτικής συνωμοσίας, που αναπτυσσόταν παράλληλα με την πολιτική, ανέλαβαν δύο εμπειροπόλεμοι και σοβαροί αξιωματικοί. Ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχου, διοικητής του Β΄ τάγματος πεζικού στην Ακροναυπλία και ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, φυλακισμένος στην Ακροναυπλία. Συνεπικουρούνταν φυσικά από άλλους μυημένους αξιωματικούς και ήταν σ’ επαφή με συνωμοτικά κινήματα πολλών ελληνικών πόλεων. Ο στόχος ήταν μια ταυτόχρονη πανελλήνια εξέγερση ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου 1862.
Επαναστατικά
Επειδή βρέθηκαν στα χέρια της αστυνομίας επιστολές συνωμοτικού περιεχομένου, αναγκάστηκαν οι συνωμότες να επισπεύσουν την έναρξη της επανάστασης. Έτσι τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 1862 συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Συντάγματος (τότε Πλατάνου), όπου και το σπίτι της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, στρατός και λαός ενωμένοι. Εκεί κήρυξαν επίσημα την έναρξη της Επανάστασης, κατέλυσαν τις αρχές, κατέλαβαν το Παλαμήδι και ανέλαβαν τη διοίκηση της πόλης.
Ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο συντάχθηκαν με τους επαναστάτες και συγκροτήθηκαν στην πόλη εθελοντικές μονάδες πολιτών για να συνδράμουν τις στρατιωτικές δυνάμεις της Επανάστασης.
Στρατιωτικός αρχηγόςτης Επανάστασης ορίστηκε ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχου, αρχηγός του επιτελείου ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, φρούραρχος Ναυπλίου ο ταγματάρχης Δ. Βότσαρης, φρούραρχος Παλαμηδίου ο ταγματάρχης
και στρατιωτικός αστυνόμος Ναυπλίας ο υπολοχαγός Δημητράκης Γρίβας (γιος του οπλαρχηγού της Ακαρνανίας Θεοδωράκης Γρίβα), ο πιο μαχητικός από τους ηγέτες του Ναυπλιακού κινήματος και ανυπότακτος μέχρι τέλους.
Από τη δεύτερη μέρα, μετά από ψηφοφορία λαού και στρατού, αναδείχθηκε μια «Κυβερνητική Επιτροπή» αποτελούμενη μόνο από πολίτες, αφού ο Μίχου επέμενε ότι οι στρατιωτικοί πρέπει να περιοριστούν στα «καθαρώς στρατιωτικά έργα» και πως «ο στρατός δεν πρέπει να πολιτεύεται». Την επιτροπή αυτή στελέχωσαν επιφανή μέλη της Ναυπλιώτικης κοινωνίας. Ο δήμαρχος Πολ. Ζαρειφόπουλος, ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Μιχ. Ιατρός, ο πρώην βουλευτής Γ. Ι. Ιατρού, ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, ο δημοτικός σύμβουλος Β. Κόκκινος και τέσσερις δικηγόροι: ο Κ. Γ. Αντωνόπουλος, ο Γρ. Δημητριάδης, ο Κ. Πετσάλης και Ιωάν. Παπαζαφειρόπουλος. Γενικός Γραμματέας της επιτροπής ορίστηκε ο Γ. Δ. Ποσειδών.
Η επιτροπή απεύθυνε προς το ελληνικό έθνος Διακήρυξη όπου εξηγούσε τα αίτια και καθόριζε τους τρείς βασικούς σκοπούς του κινήματος που ήταν:
1. Η κατάπτωση του συστήματος
2. Η διάλυση της βουλής.
3. Η συγκρότηση εθνοσυνέλευσης που θα υποσχόταν:
α. Την ανάκτηση των χαμένων ελευθεριών και
β. την εκπλήρωση των εθνικών πόθων
Είναι φανερό πως ο αντιοθωνισμός της διακήρυξης είναι μόνο έμμεσος, από πολιτική πρόνοια των ηγετών να μην έρθουν οι επαναστάτες σε αντίθεση με τις Προστάτιδες Δυνάμεις που είχαν επιβάλει και εγγυηθεί το θρόνο της Ελλάδας με τη συνθήκη της 25/4/1832. Έτσι η επίθεση γίνεται ανοιχτά μόνο εναντίον του «Συστήματος». Άλλο μέλημα της Επιτροπής ήταν η οργάνωση της νέας κατάστασης και η εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στο λαό. Και στα δύο αυτά τα αποτελέσματα ήταν άριστα. Αξιομνημόνευτος είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο ενέταξαν στις ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις του ποινικούς κρατούμενους του Παλαμηδίου, μετά από έντονα εκφρασθείσα δική τους επιθυμία.
Έτσι λαός, στρατός, πρώην κρατούμενοι και σώματα εθελοντών από τις γύρω περιοχές, το Άργος, την Τρίπολη κ.λ.π. συγκρότησαν μια αξιόλογη πολεμική δύναμη. Στο δίλημμα αν θα έπρεπε να βαδίσουν κατά της Αθήνας, ώστε να ξεσηκώσουν τους πάντες στο διάβα του ή να παραμείνουν στο Ναύπλιο αναμένοντας την επανάσταση των άλλων πόλεων, όπως ήταν η συμφωνία, στο δίλημμα αυτό δόθηκε η απάντηση: παραμονή στο οχυρό Ναύπλιο, για να μη διακινδυνευτεί η σύγκρουση με τον κυβερνητικό στρατό σε ανοιχτό πεδίο και τα θύματα είναι πολλά.
Η απόφαση αυτή έδωσε χρόνο στο Παλάτι και την άνεση να δράσει ψύχραιμα και μεθοδικά. Ενεργοποίησε αποτελεσματικά τους μηχανισμούς καταστολής και προπαγάνδας και στην Αθήνα και στις υπόλοιπες πόλεις, όπου υπήρχαν πληροφορίες για συνωμοτικές κινήσεις, και τις εξάρθρωσε ή τις κατέστειλε αμέσως μόλις ξέσπασαν.
Στη συνέχεια ο Όθων συγκάλεσε στην Κόρινθο όλες τις διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις (φαίνεται πως ήταν 3.000- 4.000) και ανέθεσε την αρχιστρατηγία στον απόστρατο στρατηγό γερμανοελβετικής καταγωγής Εμμανουήλ Χαν. Παράλληλα ο βασιλικός στρατός ενισχύθηκε με στρατολογηθέντες άτακτους μισθοφόρους. Ταυτόχρονα βουλευτές και αξιωματούχοι του συστήματος, που είχαν κύρος, στάλθηκαν στις επαρχίες για να αποτρέψουν νέες εξεγέρσεις.
Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του Γενναίου Κολοκοτρώνη, γιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που κατάπαυσε την επανάσταση στην Αρκαδία και στο Άργος και επιβραβεύτηκε αργότερα από τον Όθωνα με την ανάθεση σ’ αυτόν της Πρωθυπουργίας.
Ο κυβερνητικός στρατός σύστησε στρατόπεδο στ’ ανοιχτά του Ναυπλίου (κοντά στις σημερινές φυλακές της Τίρυνθας) και άρχισε την προετοιμασία.
Την 8η Φεβρουαρίου 1862, και χωρίς να προηγηθούν διαπραγματεύσεις, ο κυβερνητικός στρατός εξαπέλυσε ταυτόχρονη επίθεση σε τρία μέτωπα, τα οποία είχαν καταλάβει και οχυρώσει οι επαναστάτες του Ναυπλίου: στο χωριό Άρια, στο λόφο του προφήτη Ηλία και στους Μύλους του Ταμπακόπουλου που βρίσκονταν Ν.Δ. του προφήτη Ηλία. Οι μάχες ήταν πεισματικές και με μεγάλες απώλειες. Περίπου 70 οι νεκροί και από τις δύο πλευρές και περισσότεροι οι τραυματίες. Η νίκη στεφάνωσε τα όπλα των επαναστατών αλλά με εντολή του Μίχου δεν έγινε καταδίωξη των ηττημένων, για να μη χυθεί άλλο αδερφικό αίμα και γιατί ανέμενε να αυτομολήσουν προς το στρατό του πολλοί αξιωματικοί του Χαν.
Τις μέρες που ακολουθούν οι κυβερνητικοί σφίγγουν την πολιορκία και οι επαναστάτες συναισθάνονται την απομόνωση. Δεν χάνουν, όμως, τις ελπίδες τους ότι σύντομα θα επαναστατήσουν και άλλες πόλεις. Το ηθικό φροντίζει να το κρατά ακμαίο η εφημερίδα αρχών της επανάστασης «Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝ», που εξέδιδε τότε στην πόλη ο ταλαντούχος δημοσιογράφος Θ. Φλογαΐτης καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέγερσης.
Ο Φεβρουάριος πέρασε με αψιμαχίες και μάχες κυρίως στα χωριά Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι), Δρέπανο (Χαϊδάρι), Τολό (Μινώα), Ασίνη (Τζεφέραγα). Θύματα ήταν κυρίως οι άμαχοι τους οποίους πλιατσικολογούσαν άγρια οι άτακτοι μισθοφόροι του βασιλικού στρατού.
Την 1η Μαρτίου έχουμε τις σφοδρότερες συγκρούσεις σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Ο βασιλικός στρατός, υπέρτερος αριθμητικά, επιτέθηκε στην Άρια που την υπερασπιζόταν ο ανθυπολοχαγός Δυοβουνιώτης. Οι υπερασπιστές δεν άντεξαν κι ο Δυοβουνιώτης έπεσε νεκρός. Ένα τμήμα των νικητών εισβάλλει στο ατείχιστο προάστιο του Ναυπλίου, την Πρόνοια, τη λεηλατούν και την πυρπολούν. Ένα άλλο τμήμα σπεύδει να ενισχύσει τους επιτιθέμενους εναντίον του προφήτη Ηλία που τον υπερασπίζεται ο υπολοχαγός Δ. Γρίβας και ένα άλλο βοηθά τους επιτιθέμενους στους Μύλους Ταμπακόπουλου που τους υπερασπίζεται ο ανθυπολοχαγός Πραΐδης. Οι Μύλοι του Ταμπακόπουλου δεν άντεξαν και στο τέλος πυρπολήθηκαν από τους κυβερνητικούς. Η μάχη στον Προφήτη Ηλία κράτησε μέχρι τις 9 το βράδυ και οι άνδρες του Γρίβα κατάφεραν να βγουν από τον ασφυκτικό κλοιό με τέχνασμα και να σωθούν μπαίνοντας στα τείχη της πόλης.
Για τις εκατέρωθεν απώλειες οι μαρτυρίες είναι πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες. Είναι σαφές όμως ότι οι δυνάμεις των επαναστατών ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι περίπου 90 επαναστάτες, ανάμεσα στους οποίους και ο αρχηγός του επιτελείου των Ναυπλιωτών Πάνος Κορωναίος.
Την επόμενη μέρα ο Χαν ζητά με έγγραφο από τον Μίχου την παράδοση της πόλης εντός 24 ωρών χωρίς όρους. Στο Ναύπλιο τότε δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις: Αυτοί που με αρχηγό τον Μίχου ζητούσαν γενική αμνηστία και με αυτόν τον όρο δέχονταν να παραδοθούν (γιατί δεν έβλεπαν συνδρομή από αλλού κι είχαν χάσει τις ελπίδες τους) και οι αδιάλλακτοι με αρχηγό τον Δ. Γρίβα που πρότειναν την παράταση του αγώνα.
Οι περισσότεροι τάχθηκαν με την άποψη του Μίχου και υπέγραψαν έγγραφο με το οποίο ζητούσαν γενική αμνηστία. Οι διαφωνούντες κατέλαβαν το Παλαμήδι και προετοιμάζονταν να συνεχίσουν ακόμα και μόνοι τον Αγώνα, όταν έφτασε η είδηση της Επανάστασης στις Κυκλάδες. Τότε αναζωπυρώθηκαν οι ελπίδες των πολιορκημένων και εύχονταν να απαντήσει αρνητικά ο Όθων στο αίτημα για αμνηστία. Η επανάσταση των Κυκλάδων όμως, πνίγηκε στο αίμα, γεμίζοντας θλίψη τους Ναυπλιείς .
Σιγά – σιγά όμως κύριος της κατάστασης στο Ναύπλιο έγινε ο Δ. Γρίβας και οι ομοϊδεάτες του και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και του λαού πήρε το μέρος του. Κι όταν ο Χαν μετά από παρελκυστική τακτική αρκετών ημερών ανακοίνωσε στις 16 Μαρτίου ότι το «υπουργείον δεν ενδίδει» και δεν δίνει αμνηστία οι αντιμαχόμενες παρατάξεις Μίχου – Γρίβα συμφιλιώθηκαν και με νέα ορμή ρίχτηκαν και πάλι μαζί στον αγώνα, βομβαρδίζοντας τους πολιορκητές στις 18 και 19 Μαρτίου και δεχόμενοι το σφοδρό Κανονιοβολισμό του Χαν.
Ο Επίλογος
Η κατάσταση στην πόλη γίνεται μέρα με τη μέρα δραματικότερη αφού, εκτός των άλλων, υπήρχε και η έλλειψη πόσιμου νερού μετά την κατάληψη της Άριας και των πηγών της από τους πολιορκητές (το Ναύπλιο υδρευόταν τότε από την Άρια). Αυτό ανάγκασε τους πολιορκημένους να ζητήσουν ανακωχή και με νοικιασμένες βάρκες μεταφέρθηκαν, όσες οικογένειες δέχτηκαν, στους Μύλους κι από ‘κει με απίστευτες δυσκολίες και ταλαιπωρίες, στο Άργος.
Στις 24 Μαρτίου έφτασε στο Ναύπλιο το διάταγμα της αμνηστίας που υπέγραψε ο Όθωνας. Το διάταγμα εξαιρούσε από την αμνηστία 12 στρατιωτικούς και 7 πολιτικούς ως πρωταίτιους της επανάστασης. Επιπλέον είχε ημερομηνία 8 Μαρτίου 1862, άρα ο Χαν το είχε κρατήσει μυστικό, όταν διαπραγματευόταν με τους επαναστάτες, αφού οι Ναυπλιείς ζητούσαν Γενική Αμνηστία και δεν θα το δέχονταν.
Προσδοκούσε ότι ο χρόνος δούλευε εις βάρος τους και πως αργότερα θα το δέχονταν. Κι όμως το απέρριψαν διατρανώνοντας την απόφασή τους για αγώνα μέχρι εσχάτων. Αλλά για πόσο ακόμα; Για πρώτη φορά, κατά τα τέλη Μαρτίου, παρατηρήθηκαν αυτομολήσεις από τους Ναυπλιείς προς το στρατόπεδο των πολιορκητών. Αυτό ήταν το σήμα για τον Μίχου να έρθει σε συνεννόηση με τους πρέσβεις Γαλλίας και Αγγλίας να διαθέσουν πλοία, ώστε να αναχωρήσουν για το εξωτερικό οι 19 μη αμνηστευμένοι πρωταίτιοι της επανάστασης Οι πρέσβεις δέχθηκαν και το πρωτόκολλο παράδοσης υπογράφηκε στις 6 Απριλίου 1862 απ’ όλους, πλην του Δ. Γρίβα ο οποίος υπέγραψε την αξιοσημείωτη δήλωση: «Εγκαταλειφθείς παρά πάντων των συναδέλφων μου αναγκάζομαι να καταδικάσω εμαυτόν εις αειφυγίαν και, αισχυνόμενος του λοιπού να αποκαλώμαι Έλλην, από τούδε παραιτούμαι της ελληνικής εθνικότητας».
Οι μη αμνηστευμένοι μέσα σε ανείπωτη συγκίνηση μπήκαν στα δύο καράβια, ένα Αγγλικό κι ένα Γαλλικό, ανήμερα το Πάσχα, 8 Απριλίου 1862, αφού χαιρέτησαν τη Φρουρά, τους πολίτες και την Κ. Παπαλεξοπούλου που προφητικά τους εγκαρδίωνε πως σύντομα θα ξανανταμωθούν. Μαζί τους έφυγαν για το εξωτερικό κι άλλοι 250-300 επαναστάτες που δεν δέχτηκαν να παραμείνουν και να παραδώσουν την πόλη στους νικητές αντιπάλους.
Μετά την αναχώρηση των πλοίων ο εντεταλμένος ταγματάρχης Ι. Μανολάκης παρέδωσε την πόλη και τα κάστρα στο Χαν και ο βασιλικός στρατός έμπαινε στην πόλη με τους εναπομείναντες κατοίκους κλεισμένους στα σπίτια τους. Κατέβηκαν οι επαναστατικές σημαίες, αποκαταστάθηκαν οι Οθωνικές αρχές και επέστρεψαν οι οικογένειες που το είχαν εγκαταλείψει. Η ζωή έβρισκε σιγά – σιγά το δρόμο της και η πίκρα τη θέση της στις καρδιές των Ναυπλιωτών.
Μετεπαναστατικά
Η Οθωνική διοίκηση εκκαθάρισε το Ναύπλιο με πολλή προσοχή από κάθε επαναστατικό στοιχείο. Διέλυσε τα επαναστατικά τάγματα, το δημοτικό συμβούλιο και απέλυσε τους δύο δικαστικούς: τον εφέτη Πετιμεζά και τον πρωτοδίκη Μαυρομιχάλη καθώς και 5 δικηγόρους. Η κυκλοφορία του κόσμου στην πόλη ορίστηκε ως τις 9:00 το βράδυ και η Παπαλεξοπούλου κλείστηκε στο σπίτι της «όπως μη εκθέση τους φίλους της εις τας λίαν φιλυπόπτους βασιλικάς αρχάς του Ναυπλίου κατά τας πονηράς εκείνας ημέρας».
Αρχές Οκτωβρίου ο Όθων και η Αμαλία αποφάσισαν να περιοδεύσουν στην Ελλάδα για να ενισχύσουν τη χαμένη δημοτικότητά τους. Όταν όμως βρίσκονταν στην Καλαμάτα ξέσπασε νέα επανάσταση εναντίον τους. Αρχικά στη Βόνιτσα κι έπειτα σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στην Αθήνα. Ο Όθων εγκατέλειψε το θρόνο κι έφυγε με αγγλικό πλοίο από την Ελλάδα στις 10 Οκτωβρίου 1862. Έξι μήνες μετά τη λήξη της αιματηρής Ναυπλιακής Επανάστασης. Η δικαίωση της ιστορικής πόλης ήρθε μεταχρονολογημένη «Η προσωρινή κυβέρνηση θέλοντας να τιμήσει την πόλη που πρωτοστάτησε στον αντιδυναστικό αγώνα, κάλεσε επίσημα στην πρωτεύουσα την «Μητέρα της Επαναστάσεως». Εκεί αποθεώθηκε από το λαό. «Ποτέ άλλοτε Ελληνίδα δε γνώρισε τόσες και τέτοιες τιμές» οι οποίες φυσικά αντανακλούσαν στ’ Ανάπλι.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έξωσή του ο Όθων ξαναπροσπάθησε σε συνεργασία με Σέρβους και Ιταλούς να οργανώσει κίνημα στην Τουρκία αλλά και πάλι οι συνεννοήσεις ναυάγησαν.
Στο ερώτημα αν ήταν αναμεμειγμένες Ξένες Δυνάμεις στη Ναυπλιακή Επανάσταση, η απάντηση του Γούναρη είναι σαφής: «Η Ναυπλιακή Επανάσταση δεν ήταν ξενοκίνητη. Το ναυπλιακό κίνημα ήταν κι έμεινε καθαρά ελληνικό. Αποτελούσε την ένοπλη και αιματηρή εκδήλωση ενός πλατύτερου εσωτερικού αναβρασμού».
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι απόπειρες επηρεασμού δεν υπήρξαν όπως λ.χ. από την Ιταλία του Γαριβάλδη και Βίκτωρα Εμμανουήλ και πολύ περισσότερο από την Αγγλική διπλωματία που φοβόταν την αύξηση της ρωσικής επιρροής στην Ελλάδα. Και ο Γούναρης κλείνει: «ο υπερδίμηνος αγώνας των αναπλιωτών εμφύσησε νέα πνοή και γιγάντωσε τη φιλελευθερη κίνηση, ενίσχυσε την πεποίθηση στη δημοκρατικότητα του ελληνικού κόσμου και τόνωσε την πίστη για το αναφαίρετο των πολιτικών του δικαιωμάτων. Γι’ αυτό η Ναυπλιακή Επανάσταση, που γεμίζει μερικές από τις καλύτερες σελίδες της νεοελληνικής πολιτικής ιστορίας, διατήρησε και θα διατηρεί από την άποψη τούτη ακέριο το νόημά της».
Κλείνοντας επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι η ιστορική μελέτη του κ. Γούναρη είναι η πληρέστερη μέχρι σήμερα για τα ναυπλιακά γεγονότα του 1862. και δεν είναι μόνο το ιστορικό αφήγημα των συμβάντων, ούτε μόνο η τεκμηριωμένη αιτιολόγησή τους. Είναι και μια επιτυχημένη παρουσίαση των πρωταγωνιστών χωρίς κορόνες και αδικαιολόγητες υποτιμήσεις λ.χ. θεωρεί τον Αρχηγό Αρτέμη Μίχου ως μεγαλόψυχο, αφού στις νίκες δεν καταδιώκει τους αντιπάλους για να μην χύσει άλλο αδελφικό αίμα, αλλά τον θεωρεί και ακατάλληλο για ηγέτη, αφού δεν πήρε την τολμηρή απόφαση να βαδίσει από την πρώτη στιγμή εναντίον της Αθήνας.
Είναι ακόμα μια ψύχραιμη ματιά και μια απόπειρα ερμηνείας με πλήθος πολιτισμικών και κοινωνικών στοιχείων που ανθολογεί από τις πηγές του, όπως :
– οι νεκροί του αγώνα θάβονταν στην Παναγίτσα και όχι στο κανονικό νεκροταφείο της πόλης
– την Καθαρή Δευτέρα (21-02-1862) ο λαός του Ναυπλίου έκαψε τη λαιμητόμο, το « αποτρόπαιον μίασμα της βαρβαρότητος», δείγμα των φιλελεύθερων και δημοκρατικών απόψεών του
– η φιλολαϊκή στάση των παπάδων, που ευλογούσαν τα αντιοθωνικά κινήματα, σε αντίθεση με τη φιλοοθωνική εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, που απειλούσε τους επαναστάτες με την κατάρα του θεού
– τραγούδια για τ’ Ανάπλι παλιότερα και σύγχρονα, που δημιουργήθηκαν με αφορμή την Επανάσταση
– η συμβολή των δικηγόρων στην επανάσταση της πόλης
– και η παράθεση άλλων πολλών στοιχείων που πλουτίζουν την αφήγηση, πάντοτε τεκμηριωμένα, με υποσελίδιες παραπομπές στις πηγές του.
Κύριε Γούναρη, σας ευχαριστώ θερμά από το βήμα αυτό και προσωπικά και εκ μέρους του Ναυπλίου για την προσφορά σας στην ανάδειξη αυτών των σελίδων της τοπικής μας ιστορίας που περιμένει τους μελετητές της να φωτίσουν ένα πλήθος από πτυχές της που βρίσκονται ακόμα στο σκοτάδι.
Γιώργος Αναστασόπουλος
Φιλόλογος
Ναύπλιο
Ναύπλιο, πρωτεύουσα της επαρχίας Ναυπλίας και του νομού Αργολίδας και πρώτη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Ιδρυτής της πόλης φέρεται ο μυθικός Ναύπλιος, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης. Ο Ναύπλιος, αν και γεννήθηκε στην Εύβοια, έπλευσε στην Αργολίδα, όπου έκτισε την πόλη Ναυπλία κοντά στην πηγή Κάναθο, που με κτύπημα της τρίαινάς του είχε δημιουργήσει ο Ποσειδώνας. Η πηγή πιθανολογείται ότι βρισκόταν στη σημερινή Αγία Μονή. Εκεί έλουζε η ιέρεια της Ήρας το είδωλο της θεάς και γι’ αυτό, πιθανότατα, πλάστηκε ο μύθος ότι η Ήρα λουζόταν κάθε χρόνο στην Κάναθο και ανακτούσε την παρθενία της.
Απόγονος του Ναύπλιου ήταν ο Παλαμήδης, ο πατέρας του οποίου ονομαζόταν επίσης Ναύπλιος. Ο Παλαμήδης έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, αλλά είχε οικτρό τέλος, γιατί διαβλήθηκε από τον Οδυσσέα και λιθοβολήθηκε από τους Έλληνες. Η τραγική ιστορία του απετέλεσε πηγή έμπνευσης για ποιητές και άλλους δημιουργούς της αρχαιότητας. Τα ανασκαφικά δεδομένα βεβαιώνουν την κατοίκηση της περιοχής τη 2η και την 1η χιλιετία π.Χ.. Η πόλη της Ναυπλίας, που εκτεινόταν τότε επάνω στο βράχο της Ακροναυπλίας, συμμετείχε στην αμφικτιονία των ιωνικών πόλεων, που σχηματίστηκε νωρίς τον 7ο αιώνα και είχε ως κέντρο της το ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρεία του Πόρου.
Τον 6ο αιώνα καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε από το γειτονικό Άργος. Οι κάτοικοί της εκδιώχθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Μεθώνη. Από τότε δε γίνεται λόγος για την πολιτεία τούτη, που είναι ένα απλό επίνειο, ένα λιμάνι του Άργους. Μάλιστα, ο Παυσανίας που πέρασε από την περιοχή το 2ο μ. Χ. αιώνα βρήκε τη Ναυπλία «έρημον». Μόνο κατά την επιδρομή των Αβάρων το 589 αναφέρεται ότι καταλαμβάνεται από βυζαντινή φρουρά και αντιστέκεται με επιτυχία. Από αυτή τη χρονολογία η ονομασία της πόλης αλλάζει. Καταγράφεται ως «Ναύπλιον» πλέον και όχι ως «Ναυπλία».
Πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς να παρουσιάσει η πόλη ιδιαίτερη ακμή. Σταχυολογώντας λίγα μόνο γεγονότα, σημειώνουμε ότι το 879 έγινε έδρα επισκόπου και ότι ο επίσκοπος Λέων το 1149 έκτισε έξω από την πόλη το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, τη γνωστή σε όλους Αγία Μονή.
Το 1180 ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός διόρισε άρχοντα Ναυπλίου τον ντόπιο Θεόδωρο Σγουρό. Ο γιος του Λέων Σγουρός (1202-1208), έχοντας την πόλη ως πρωτεύουσα της ηγεμονίας του, επεξέτεινε την κυριαρχία του μέχρι την ανατολική Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία. Από το 1212 κύριοι του Ναυπλίου, μετά από συνθηκολόγηση, έγιναν οι Φράγκοι. Η Φραγκοκρατία διήρκεσε μέχρι το 1388, οπότε το Ναύπλιο παραχωρήθηκε στους Βενετούς (Α΄ Ενετοκρατία 1389-1540). Η Γαληνότατη Δημοκρατία θέλοντας να εδραίωση τις κτήσεις της και τις εμπορικές δραστηριότητές της προς την Ανατολή, είχε ανάγκη από ασφαλή και ισχυρά λιμάνια. Το Ναύπλιο πληρούσε και τις δύο προϋποθέσεις. Ενισχύθηκε η οχύρωσή του και αυξήθηκε ο πληθυσμός του λόγω της απώλειας μεγάλου τμήματος της Πελοποννήσου κατά την τουρκική επίθεση (1463-1479. Αυτή η κατάσταση ώθησε τον Προβλεπτή B. Minio να αποφασίσει την επέκταση της πόλης έξω από τα κάστρα και στην ελώδη περιοχή βόρεια αυτών (1500-1502). Έτσι, δημιουργήθηκε η σημερινή πόλη του Ναυπλίου. Η πόλη έγινε εμπορικό κέντρο και το λιμάνι της παρουσίασε μεγάλη κίνηση.
Το 1540 τα κάστρα της Ακροναυπλίας και της κάτω πόλης παραδίδονται με Συνθήκη στους Τούρκους ύστερα από τριετή πολιορκία (Α΄ Τουρκοκρατία 1540-1686). Οι Οθωμανοί αναγνωρίζοντας τη σημαντική στρατιωτική και εμπορική θέση του Ναυπλίου, το καθιστούν πρωτεύουσα του Σαντζακίου του Μοριά και έδρα του Γενικού Διοικητή (Μόρα Βαλεσή). Η πόλη απολαμβάνει τα αγαθά της ευνομίας και σχετική αυτοδιοίκηση. Τότε μαρτύρησε και ο νεομάρτυρας Αναστάσιος (1η Φεβρουαρίου 1655).
Ο ρυθμιστικός ρόλος της Βενετίας στη Μεσόγειο όλο και μειωνόταν λόγω της απώλειας σοβαρών ερεισμάτων. Έτσι, αναλήφθηκε προσπάθεια για την ανάκτηση του Ναυπλίου. Πράγματι, ο Φραγκίσκος Μοροζίνης πολιόρκησε στενά την πόλη. Οι αδιάκοποι κανονιοβολισμοί και οι συνεχείς επιθέσεις των Ενετών ανάγκασαν τους Τούρκους να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν τα κάστρα του Ναυπλίου το έτος 1686. Έτσι, οι Βενετοί γίνονται για δεύτερη φορά κύριοι του Ναυπλίου (Β΄ Ενετοκρατία 1686-1715). Η πόλη είχε υποστεί σοβαρές καταστροφές. Το Ναύπλιο καθίσταται Πρωτεύουσα του Βασιλείου του Μορέως, δηλαδή της ΒΑ Πελοποννήσου, και παίρνει το όνομα Νάπολι ντι Ρομανία.
Οι Βενετοί θέλησαν να καταστήσουν το Ναύπλιο ένα φρουριακό σύνολο απόρθητο. Απαγόρευσαν την κατοίκηση των φρουρίων της Ακροναυπλίας και όλη η περιοχή διαμορφώθηκε κατάλληλα για την κάλυψη των αναγκών του πυροβολικού. Προχώρησαν στην κατασκευή πολλών οχυρωμάτων. Όμως, το μεγαλύτερο οχυρωματικό έργο που θεμελίωσαν οι Βενετοί ήταν το φρούριο που πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο λόφο, το Παλαμήδι , που αποτελεί πρότυπο οχυρωματικής τέχνης και προκαλεί «στον ταξιδευτή ένα διπλό συναίσθημα, κατάπληξη μαζί και φόβο».
Η κυριαρχία των Βενετών δεν κράτησε για πολύ χρόνο. Το 1715 οι Τούρκοι πολιορκούν τα κάστρα του Ναυπλίου. Με προδοσία καταλαμβάνουν το Παλαμήδι και κανονιοβολούν την Ακροναυπλία και την πόλη, η οποία παραδίδεται άνευ όρων. Όμως, αν και παραδόθηκε η πόλη, πάρα πολλοί υπερασπιστές και κάτοικοί της σφαγιάζονται ή αιχμαλωτίζονται. Η πτώση του Ναυπλίου έκρινε την τύχη όλης της Πελοποννήσου.
Η Β΄ Τουρκοκρατία (1715-1822) είναι για το Ναύπλιο περίοδος παρακμής. Η πόλη εξακολουθεί να είναι Πρωτεύουσα του Βιλαετίου του Μοριά μέχρι το 1786, όταν το ενδιαφέρον μετατοπίζεται προς την ενδοχώρα και οι οθωμανικές αρχές μεταφέρονται αρχικά στο Λεοντάριο και κατόπιν στην Τριπολιτσά. Το Ναύπλιο χάνει την αίγλη και την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρά, που είχε κατά τη δεύτερη Ενετοκτατία. Τώρα, όλα θυμίζουν Ανατολή. Χτίζονται τζαμιά και αρκετά χαμάμ. Τα σπίτια παίρνουν τον κλειστό ανατολίτικο τύπο. Όπου δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη σε βάθος ή πλάτος, αυτή γίνεται σε ύψος. Τα «εξώστεγα» (σαχνισιά) κυριαρχούν. Τα γείσα στολίζονται με ζωγραφιστές γιρλάντες.
Οι κάτοικοι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία Τούρκοι, που είχαν εκδιωχθεί από τους Βενετούς και επανέρχονται ή Αγάδες του στρατού της άλωσης. Μάλιστα, ο σουλτάνος δίνει στους πρώτους την περιουσία που είχαν πριν φύγουν το 1686 και στους δεύτερους την περιουσία των Ελλήνων που έφυγαν ή εξοντώθηκαν στην τελευταία πολιορκία. Οι μόνοι Έλληνες κατοικούν στη φτωχική συνοικία του Ψαρομαχαλά.
Με την έκρηξη της Επανάστασης τα κάστρα του Ναυπλίου αποτέλεσαν το στόχο των Ελλήνων. Ύστερα από τρεις διαδοχικές πολιορκίες συνολικής διάρκειας σχεδόν είκοσι μηνών καταλαμβάνεται το Παλαμήδι στις 29 προς 30 Νοεμβρίου 1822 από τον Στάικο Σταϊκόπουλο και τα παλικάρια του. Ο Δημ. Μοσχονησιώτης ήταν ο πρώτος που «πάτησε» το κάστρο. Μετά από λίγες ημέρες παραδίδεται και η πόλη. Στην πολιορκία είχαν λάβει μέρος πολλοί καπεταναίοι, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Τσώκρης, ο Παπαρσένης, ο Δημ. Υψηλάντης, και ο αδελφός του Νικηταρά Νικόλας Σταματελόπουλος, ο οποίος σκοτώθηκε σε μια έξοδο των Τούρκων τον Αύγουστο του 1822. Από τη θάλασσα το πολιορκούσαν τα Σπετσιώτικα καράβια με τη θρυλική Μπουμπουλίνα κι άλλους καπεταναίους.
Από τότε και σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα το Ναύπλιο θα παραμείνει ελεύθερο. Μάλιστα, με απόφαση του Βουλευτικού, την οποία επικύρωσε το Εκτελεστικό (δηλ. η τότε Κυβέρνηση), ορίζεται το Ναύπλιο ως έδρα της Διοίκησης, τον Ιανουάριο του 1823. Επίσης, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση, συνεδριάζοντας στην Τροιζήνα στις 4 Μαΐου 1827, ψηφίζει «Η πόλις του Ναυπλίου διορίζεται Καθέδρα της Κυβερνήσεως και της Βουλής». Σ’ όλο το διάστημα της Επανάστασης το Ναύπλιο αποτελεί την πόλη, όπου συγκεντρώνονται οι Αρχές του επαναστατημένου Γένους.
Στις 7 Ιανουαρίου 1828 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο ο Ιω. Καποδίστριας. Προβαίνει σε έργα και ενέργειες προκειμένου να βελτιωθεί η ζωή στην πόλη και να οργανωθεί του Κράτος. Ιδρύει το προάστιο της Πρόνοιας για να στεγάσει τους Κρήτες πρόσφυγες. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 ο Κυβερνήτης πέφτει νεκρός από τις δολοφονικές σφαίρες των Μαυρομιχαλαίων. Επακολουθεί αναρχία και φατριασμός σε σημείο που να κανονιοβοληθεί η πόλη από τη φρουρά του Παλαμηδίου. Η τάξη αποκαθίσταται με την έλευση του Όθωνα στις 25 Ιανουαρίου 1833. Το Ναύπλιο στολίζεται και υπερηφανεύεται για την τιμή που του επιδαψίλεψαν να γίνει Πρωτεύουσα του Κράτους, έδρα του Βασιλιά.
Στο τέλος του 1834 η πρωτεύουσα μεταφέρεται στην Αθήνα. Η μεταφορά της πρωτεύουσας έχει ως επακόλουθο τη μετακίνηση ενός τμήματος του πληθυσμού αλλά και τη μείωση των μεγεθών κάποιων λειτουργιών. Το Ναύπλιο παραμένει πρωτεύουσα του νομού Αργολιδοκορινθίας και σημαντικό ναυτιλιακό, εμπορικό και στρατιωτικό κέντρο. Όμως, έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Η πόλη προσπαθεί να ζήσει απομυζώντας από τη δόξα του παρελθόντος.

Το Μπούρτζι από το λιμάνι. Έργο του Βαυαρού Κρατσάιζεν Καρλ (Karl Krazeisen). Λιθογραφία Franz Hanfstaengl, Μόναχο, 1828.
Αυτό το παρελθόν δεν είναι άμοιρο για τη έκρηξη της Επανάστασης την 1η Φεβρουαρίου του 1862 με επικεφαλής τους αξιωματικούς Πάνο Κορωναίο, Αρτέμη Μίχου και άλλους. Εκτός από τον αντιοθωνικό πυρήνα, που δρα στις στρατιωτικές μονάδες της πόλης, υπάρχουν και «ευάριθμοι ζωηροί πολίται», που συντάσσονται με τους στρατιωτικούς. Το σαλόνι της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου έχει μεταβληθεί σε βήμα φιλελεύθερων ιδεών. Η κυβέρνηση απέστειλε στρατό και η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. Οι νεκροί και οι τραυματίες ήταν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Η Ναυπλιακή Επανάσταση μπορεί να απέτυχε, αλλά προκάλεσε τέτοιους τριγμούς στο θρόνο του Όθωνα, ώστε, πριν το τέλος του χρόνου, ο Άνακτας να πάρει το δρόμο της εξορίας.
Κατά τη διάρκεια της Ναυπλιακής Επανάστασης η πόλη υπέστη μεγάλες καταστροφές. Πολλά κτίρια κατέστησαν ετοιμόρροπα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να οικοδομηθούν νέα σπίτια, τα οποία σώζονται μέχρι τις μέρες μας και έχουν έντονη την επίδραση του νεοκλασικού ρυθμού.
Τα επόμενα χρόνια γκρεμίζονται τα τείχη και η πόλη «ανασαίνει» και επεκτείνεται. Στο τέλος της δεκαετίας του 1920 δημιουργείται ο προσφυγικός συνοικισμός «Νέο Βυζάντιο». Ο ερχομός των προσφύγων δίνει νέα πνοή στην πόλη.
Δημήτρης Χ. Γεωργόπουλος
Ιστορικός – Αρχειονόμος
Διαβάστε ακόμη:
Πραΐδης Αλέξανδρος (1834 – 12/10/1866)
Στρατιωτικός. Γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1834 στη Σύρο*. Ήταν γιος του Μακεδόνα στην καταγωγή Γεωργίου Πραΐδη, αγωνιστή της Επανάστασης του 1821. Το καλοκαίρι του 1852 τελείωσε – μεταξύ των αρίστων μαθητών της τάξης του – το «Γυμνάσιο των Αθηνών». Η αγάπη του για το στρατό και η επιθυμία του να γίνει αξιωματικός ήταν τόση ώστε παρά τις δυσκολίες και τις συνεχείς αιτήσεις του πατέρα του το 1852 και 1853 προς τον υπουργό των Στρατιωτικών για την εισαγωγή του στη Σχολή Ευελπίδων, αποδεχόμενος να καταβάλλει το ½ των διδάκτρων, δεν τον απέτρεψαν από το στόχο του. Τελικά, με το από 12 Ιανουαρίου του 1854 βασιλικό διάταγμα του Όθωνα «κατατάσσεται εις την Στρατιωτικήν Σχολήν Ευελπίδων ».
Στις 10 Νοεμβρίου του 1857, μετά τετραετή φοίτηση, εξήλθε πρώτος με τον βαθμό του Ανθυπασπιστή Μηχανικού και τοποθετήθηκε σε μια από τις 10 Στρατιωτικές Διευθύνσεις Μηχανικού που λειτουργούσαν στις πρωτεύουσες των νομών και ασχολούνταν με δημόσια και στρατιωτικά έργα. Στις 10 Αυγούστου 1859 μετατάχθηκε στο πυροβολικό και τοποθετήθηκε στη μοναδική τότε Μοίρα Πυροβολικού. Τον Δεκέμβριο του 1859 έγινε Ανθυπολοχαγός και στις 10 Σεπτεμβρίου 1860 διορίστηκε ως καθηγητής της τοπογραφίας και των καταμετρήσεων, στην Σχολή Ευελπίδων.
Την 1η Σεπτεμβρίου του 1861 πήρε φύλλο πορείας για το Ναύπλιο και ανέλαβε Υπασπιστής του Οπλοστασίου. Την 1η Φεβρουαρίου του 1862 εκδηλώθηκε η Ναυπλιακή Επανάσταση από την φρουρά της πόλης και η οποία κατέληξε σε αιματηρή σύγκρουση μεταξύ των βασιλικών στρατευμάτων του στρατηγού Χαν και των επαναστατών πολιτικών και στρατιωτικών, με σκοπό την «κατάπτωσιν του ισχύοντος κυβερνητικού συστήματος».
Ο Αλέξανδρος Πραΐδης, εμφορούμενος από αντιδυναστικές ιδέες και υπηρετώντας στο Οπλοστάσιο, υπήρξε πρωτεργάτης της αντιοθωνικής κίνησης και στενός συνεργάτης του αρχηγού της επανάστασης Αρτέμη Μίχου. Έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες και τραυματίστηκε δυο φορές.
«Στην πολιορκία του Μύλου Ταμπακόπουλου από τα βασιλικά στρατεύματα, οι υπερασπιστές του εξακολουθούν να αμύνονται και μετά την απώλεια της Άρειας. Ύστερα όμως από τον τραυματισμό του διοικητή τους Αλέξανδρου Πραΐδη και μπροστά στον κίνδυνο να περικυκλωθούν, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη θέση. Υποχωρώντας τακτικά προς το Ναύπλιο προσβάλλονται από νέα τμήματα κυβερνητικών. Μερικοί από αυτούς αιχμαλωτίζονται. Οι περισσότεροι, φέρνοντας στα χέρια τον τραυματισμένο Πραΐδη, ρίχνονται στη θάλασσα και κατορθώνουν να φτάσουν το μεσημέρι στην πόλη, ενώ οι βασιλικοί πυρπολούν τον Μύλο». ( Αναστ. Γούναρης. Η Ναυπλιακή Επανάσταση/ 1 Φεβρουαρίου-8 Απριλίου 1862)
Μετά την επικράτηση των Οθωνικών, κάποιοι εκ των επαναστατών πήραν αμνηστία, όχι όμως και ο Πραΐδης, ο οποίος επέλεξε τον δρόμο της αυτοεξορίας, μαζί με άλλους πρωτεργάτες της επανάστασης που κι αυτοί είχαν εξαιρεθεί. Στις 8 Απριλίου 1862, ημέρα Κυριακή του Πάσχα, επιβιβάστηκε σε ένα από τα δύο ξένα πλοία – που είχαν σταλεί γι’ αυτό τον σκοπό – και έφτασε στην Σμύρνη, όπου και παρέμεινε μέχρι την έξωση του Όθωνα, την 12η του Οκτώβρη 1962. Λίγες μέρες αργότερα επαναπατρίστηκε και επανήλθε στο στράτευμα. Με διαταγή του Υπουργού των Στρατιωτικών, τοποθετήθηκε Διοικητής του 4ου Λόχου του Τάγματος Πυροβολικού. Αργότερα διετέλεσε διοικητής της «Πανεπιστημιακής Φάλαγγος» μέχρι τη διάλυσή της το 1864.
Στις 14 Ιουνίου 1866 ανέλαβε καθήκοντα Υπασπιστή του Υπουργού Στρατιωτικών. Μετά όμως από μικρό διάστημα, στις 21 Αυγούστου, ξέσπασε η Κρητική επανάσταση από τον Κρητικό λαό που ποτέ δεν είχε αποδεχτεί την υποδούλωση και την κατοχή του νησιού από τους Βενετούς και τους Τούρκους και κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα.
Ο Πραΐδης, πάντα δραστήριος και αγωνιστής, έμαθε ότι ο αδελφός του Υπουργού Στρατιωτικών, ταγματάρχης του Γενικού επιτελείου Ιωάννης Ζυμβρακάκης ετοιμαζόταν να κατέβει στην Κρήτη για να λάβει μέρος στον αγώνα, ζήτησε από τον Υπουργό Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη την άδεια να ενταχθεί κι αυτός στο Σώμα εθελοντών του αδελφού του. Ο Υπουργός έκανε αποδεκτό το αίτημά του. Το εθελοντικό Σώμα, αποτελούμενο από 275 αξιωματικούς, υπαξιωματικούς, επιστήμονες και φοιτητές, αναχώρησε στα τέλη Σεπτεμβρίου 1866 με το ατμόπλοιο «Πανελλήνιον» και με Κυβερνήτη τον Ν. Σαχτούρη και έφτασε στην περιοχή των Σφακίων το πρωί της 1ης Οκτωβρίου.
Στις δυτικές επαρχίες της Κρήτης που είχαν επαναστατήσει, ο γενικός αρχηγός των Τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων Μουσταφά πασάς, επικεφαλής 45.000 ανδρών, είχε αρχίσει τις επιχειρήσεις κατά του Σελίνου, των χωριών της Κυδωνίας και της επαρχίας Αποκορώνου. Έκαψε και λεηλάτησε 90 περίπου χωριά. Ο Ταγματάρχης Ζυμβρακάκης, που βρισκόταν στο Λουτρό Σφακίων, μόλις έμαθε ότι ο Μουσταφά πασάς μπήκε στην επαρχία Αποκορώνου, μετακινήθηκε αμέσως με το Σώμα των εθελοντών του για να συναντήσει τα Κρητικά Σώματα, στο Βαφέ, όπου το βράδυ της 3ης Οκτωβρίου βρήκε 280 άνδρες με 4 αρχηγούς.
Στις 8 το πρωί της 12ης Οκτωβρίου ο Μουσταφά πασάς, μετά την κατάληψη του χωριού Βάμος και της Μονής καρύδι, άρχισε να προελαύνει κατά των εθελοντών, οι οποίοι κατείχαν τις μεταξύ Μποσνέρου και Αλικάμπου θέσεις. Η υπεροχή του εχθρού ήταν συντριπτική. Σε σύσκεψη που έγινε στο στρατόπεδο των Ελλήνων, οι μεν εθελοντές του Ζυμβρακάκη επέμεναν να δοθεί η μάχη μέχρις εσχάτων στο Βαφέ, οι δε Κρητικοί καπετάνιοι πρότειναν να αποσυρθούν όλοι και να αμυνθούν στα νότια υψώματα του Βαφέ.
Αν και η γνώμη των Κρητών ήταν ορθή, επικράτησε η γνώμη των πρώτων, με την οποία συμφώνησε και ο Ζυμβρακάκης και τα τμήματα κατέλαβαν τις θέσεις τους, χωρίς να κρατήσουν εφεδρείες, λόγω του μικρού αριθμού των μαχητών.
Όταν τα στρατεύματα του Μουσταφά πασά έφτασαν, επακολούθησε μια άγρια φονική μάχη, η οποία κατέληξε σε νίκη των Τουρκοαιγυπτίων. Ο Υπολοχαγός Πραΐδης, επικεφαλής ενός τμήματος εθελοντών, υπερασπιζόταν τους αριστερά από το Βαφέ λοφίσκους μαζί με απόσπασμα Κρητικών υπό τον οπλαρχηγό Κριάρη. Μαχόμενος γενναία αφού απέκρουσε έξι αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις και μη δεχόμενος να υποχωρήσει, έπεσε ηρωικά. Μαζί του σκοτώθηκαν άλλοι 16 εθελοντές. Κανείς δεν γνωρίζει πού, πότε και από ποιους θάφτηκε.
Ο Αλέξανδρος Πραΐδης, ο παρά πάντων αγαπώμενος και θαυμαζόμενος νέος, με το παράδειγμά του, έδειξε ότι είναι υπέρτατη τιμή να πεθαίνεις για την Πατρίδα.
Υποσημείωση
* Το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών (Πανδέκτης) αναφέρει ότι γεννήθηκε στην Αθήνα ενώ, το Εθνικόν Ημερολόγιον Βρετού του 1868, στο Ναύπλιο.
Πηγές
Νικόλαος Φωτιάδης Αντιστράτηγος ε.α., «Ο θάνατος του Μακεδόνα Υπολοχαγού Αλέξανδρου Πραΐδη κατά την μάχη στο Βαφέ Κρήτης», περιοδικό «Τολμών», Τριμηνιαία έκδοση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ειδικών Δυνάμεων, τεύχος 8, 2003.
Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση», Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ναυπλίου, Αθήνα, ²2010.
Παπαλεξοπούλου Καλλιόπη (1809-1899)
Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, γεννήθηκε στην Πάτρα στις 26 Ιουλίου του 1809. Ο πατέρας της Ανδρέας Καλαμογδάρτης υπήρξε πρόκριτος της Αχαΐας ενώ η μητέρα της ανήκε στην αρχοντική οικογένεια των Παπαδιαμαντόπουλων.
Στην Ιταλία
Κατά την έκρηξη της επανάστασης η Καλλιόπη ήταν μόλις 12 χρόνων. Όταν ο Πασάς της Πελοποννήσου κάλεσε τον πατέρα της στην Τρίπολη, αυτός πριν αναχωρήσει μαζί με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, φρόντισε να διασφαλίσει την οικογένειά του – και με την βοήθεια του εξ αγχιστείας συγγενή του πρόξενου της Αγγλίας Φίλιππου Γκριν – με πλοίο την έστειλε λαθραία αρχικά στη Ζάκυνθο που τότε ήταν αγγλοκρατούμενη και μετά από λίγο η Μητέρα της πήρε τις τρεις κόρες της, την Καλλιόπη, την Μαρία και την Θεώνη και πήγε στην Αγκόνα της Ιταλίας. Ο πατέρας της φυλακίστηκε από τον Πασά στην Τρίπολη μαζί με όλους τους προκρίτους της Πελοποννήσου. Μάλιστα ο Πασάς τον έστειλε να βεβαιώσει τους προύχοντες των Καλαβρύτων και της Βόστιτσας ( Αιγίου) οι οποίοι δεν είχαν συμμορφωθεί, να πάνε κι αυτοί στην Τρίπολη υποσχόμενος να μη τους τιμωρήσει για την απείθεια τους.
Στην μνήμη της Καλλιόπης, παρά την μικρή της ηλικία, είχαν εντυπωθεί όλα τα γεγονότα της εποχής, όπως τα άκουγε από ταξιδιώτες, Έλληνες πλοιάρχους ή αγωνιστές που έφταναν στην Αγκόνα. Ο ανήσυχος χαρακτήρας της και η ιδιαίτερη ευφυΐα της, δεν την άφηναν να ησυχάσει. Η καρδιά της ταξίδευε στην πατρίδα κι ένοιωθε τους πόνους και τις αγωνίες των μαχόμενων πατριωτών της. Την Καλλιόπη, που ήταν πανέμορφη, οι Ιταλοί την αποκαλούσαν Nova Venus ( Νέα Αφροδίτη) ή Αμαζόνα, λόγω της αγάπης της για την ιππασία. Στην Αγκόνα είχε την ευκαιρία να μορφωθεί αρκετά και να μάθει την ιταλική, την αγγλική και την γαλλική γλώσσα, τις οποίες μιλούσε με μεγάλη ευχέρεια.
Ένα απόγευμα του 1825, που η Καλλιόπη είχε κατέβει στο λιμάνι για να μάθει νέα για τον αγώνα, κατέπλευσε ένα ελληνικό πλοίο με επιβάτες τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Ανδρέα Μεταξά και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, τους οποίους είχε στείλει η Ελληνική Κυβέρνηση προκειμένου να συναντηθούν με τον Πάπα της Ρώμης και την Ιερά Συμμαχία στη Βερόνα για να τους πείσουν να υποστηρίξουν τον Ελληνικό Αγώνα. Βλέποντας τον Πρωθιεράρχη και φίλο της οικογένειας η Καλλιόπη, τον οδήγησε στη μητέρα της, στην οποία ο Γερμανός παρέδωσε επιστολές που του είχαν εμπιστευθεί ο πατέρας της και ο αδελφός της.
Επιστροφή στην πατρίδα
Μετά από λίγες ημέρες η αντιπροσωπεία επέστρεψε από την Βερόνα άπρακτη. Με την επιμονή της και τις παρακλήσεις της η Καλλιόπη έπεισε την μητέρα της να επιστρέψουν στην πατρίδα. Όταν το ελληνικό πλοίο απέπλευσε με προορισμό το Ναύπλιο, μετέφερε και την οικογένεια του Ανδρέα Καλαμογδάρτη. Φτάνοντας στο Ναύπλιο τους περίμενε ο πατέρας της. Έτσι, η Καλλιόπη επέστρεψε στην πατρίδα, νεαρή, όμορφη και μορφωμένη.
Στο σπίτι τους κάθε βράδι γίνονταν συγκεντρώσεις των σπουδαιότερων πολιτών του Ναυπλίου και η Καλλιόπη εύρισκε την ευκαιρία να τους αφηγείται, με την ευφράδεια που την διέκρινε, ευχάριστες ιστορίες από την διαμονή της στην Ιταλία. Σε μια τέτοια βραδινή συνάντηση, την γνώρισε ο Σπυρίδων Παπαλεξόπουλος, ο οποίος εκτιμώντας την προσωπικότητά της και την μόρφωσή της, την ζήτησε σε γάμο. Στις αρχές του 1826 αρραβωνιάστηκαν.
Τον Απρίλιο του 1826, μετά την ατυχή αλλά ένδοξη έξοδο του Μεσολογγίου, σχεδόν όλοι οι αρχηγοί και στρατιώτες που σώθηκαν, βρήκαν καταφύγιο στο Ναύπλιο. Εκτός απ’ αυτούς, την ίδια περίοδο, είχαν καταφύγει στην πόλη κι άλλοι Έλληνες που ήθελαν να γλυτώσουν από τις ωμότητες των Τούρκων. Ρακένδυτοι και νηστικοί γύριζαν στην πόλη, ζητώντας βοήθεια. Η πόλη ασφυκτιούσε από τον υπερπληθυσμό και αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στη φιλοξενία τόσων προσφύγων. Όμως, όπως είχε πει και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το Ναύπλιο είχε απομείνει « το μόνον άσυλον, η ιερά άγκυρα της Ελλάδος».
Η Κυβέρνηση του Ανδρέα Ζαΐμη, με κενά τα ταμεία δεν είχε την δυνατότητα να καλύψει τις τεράστιες ανάγκες που είχαν προκύψει και ύστερα από ψήφισμα της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, σύστησε ενδεκαμελή διοικητική επιτροπή για να διαχειριστεί την κρίσιμη αυτή κατάσταση.
Μετά από έρανο μεταξύ των Ναυπλιωτών, που πραγματοποιήθηκε μια Κυριακή του Μαΐου του 1826, η Κυβέρνηση κατάφερε να μαζέψει κάποια χρήματα και να καλύψει κάποιες επείγουσες ανάγκες. Εκτιμώντας την επιτυχία αυτής της πρώτης προσπάθειας και βλέποντας την προθυμία των πολιτών να βοηθήσουν, στις 7 Ιουνίου δημοσίευσε θερμή Διακήρυξη προς το λαό με την οποία γνωστοποιούσε την δεινή κατάσταση της Πατρίδας, καλώντας τους κατοίκους του Ναυπλίου να συνεισφέρουν και πάλι.
Η Διακήρυξη μεταξύ άλλων ανέφερε ότι: « καθ΄ην ώραν ο Έλλην στρατιώτης το όπλον μόνον κρατών ανά χείρας, των πάντων στερούμενος, καλείται να βαδίση κατά του εχθρού και να χύση το αίμα του υπέρ της σωτηρίας της πατρίδος, ο εύπορος και ειρηνικός αστός έχει καθήκον να συντρέχη δια των χρημάτων παρέχων αυτώ τα προς πόλεμον αναγκαιούντα εφόδια…Η συνδρομή των κατοίκων του Ναυπλίου, είναι η μόνη απομένουσα πηγή, ήτις όσον πενιχρά και αν φαίνεται, προώρισται να ανακουφίση μεγάλως τους υπέρ πατρίδος αγωνιζομένους, πληρούσα κατά το δυνατόν τας μάλλον επειγούσας ανάγκας αυτών, ιδία δ΄εκείνων οίτινες εκλέϊσαν το όνομα των κατά την ένδοξον πολιορκίαν του Μεσολογγίου…».
Δημοτική Επιτροπή της Αυτοπροαίρετου εισφοράς
Ο λαός του Ναυπλίου, αμέσως σύστησε οκταμελή Δημοτική Επιτροπή της Αυτοπροαίρετου εισφοράς με πρόεδρο τον Γεώργιο Γεννάδιο, η οποία κάλεσε τους πολίτες σε συνέλευση στην πλατεία πλατάνου ( Συντάγματος).
Την επόμενη, ημέρα Κυριακή και μετά την θεία λειτουργία, όλος ο κόσμος συναθροίστηκε στην πλατεία. Ο Γεώργιος Γεννάδιος ανεβαίνοντας σε ένα τραπέζι του καφενείου που βρισκόταν κάτω από το σπίτι του Νικηταρά και στο οποίο συνεδρίαζε η επιτροπή, απευθύνθηκε στο λαό με λόγια θερμά και πατριωτικά. Ο κόσμος παραληρούσε από ενθουσιασμό.

Ναύπλιο. Η πλατεία Πλατάνου (Συντάγματος) το παλιό τζαμί και στο βάθος το Παλαμήδι. Αγνώστου, μολύβι σε χαρτί, πρώτο μισό 19ου αιώνα.
Ο Γεννάδιος αφού τέλειωσε την ομιλία του έβγαλε από το δερμάτινο βαλάντιο του οκτώ χρυσές λίρες, την μόνη του περιουσία, και τις κατέθεσε υπέρ των αναγκών της Πατρίδας. Η έξαρση και ο ενθουσιασμός του κόσμου μεταβλήθηκε σε φρενίτιδα. Από τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης Ανδρέα Ζαΐμη, τον Δημήτριο Υψηλάντη μέχρι και τον τελευταίο πολίτη, κατέθεσαν ότι μπορούσαν ακόμη κι από το υστέρημά τους. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες, έβγαλαν τα χρυσοποίκιλτα ξίφη και τα ασημοστολισμένα πιστόλια τους και τα άφησαν στα πόδια του Γεννάδιου.
Η Καλλιόπη έβλεπε από το μπαλκόνι της την σκηνή που πια είχε μεταβληθεί σε γιορτή. Κατέβηκε από την οικία της, διέσχισε το πλήθος και φτάνοντας στο σημείο που βρισκόταν ο Γεννάδιος και η επιτροπή, κατέθεσε στο βωμό της πατρίδας όλα τα κοσμήματά της, τα δώρα του μνηστήρα της ακόμη και το χρυσό δαχτυλίδι των αρραβώνων της. Μάταια ο Γεννάδιος προσπάθησε να της επιστρέψει τουλάχιστον το δαχτυλίδι των αρραβώνων.
1828
Λίγες ημέρες μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, η Καλλιόπη παντρεύτηκε με τον Σπυρίδωνα Παπαλεξόπουλο. Πριν συμπληρωθεί χρόνος ο πατέρας της και ο σύζυγός της μαζί με άλλους προκρίτους του τόπου έπεσαν στη δυσμένεια του Κυβερνήτη. Ο Καποδίστριας, επιθυμώντας να εμπεδώσει τις νέες βάσεις της λειτουργίας του κράτους, που είχε οραματισθεί, έβαλε στο περιθώριο τους αγωνιστές και τους παλιούς πολιτικούς, θεωρώντας ότι αυτοί δεν μπορούν να ενστερνισθούν τα νέα δεδομένα.
Στα μέσα του 1831, ο πατέρας και ο μοναδικός αδελφός της Καλλιόπης, Αντώνης, είχαν φυλακισθεί μαζί με άλλους, στο Παλαμήδι. Ο σύζυγός της και ο αδελφός του Νικόλαος, προκειμένου να αποφύγουν παρόμοια τύχη είχαν αποδράσει λαθραία στην Ύδρα, όπου ήδη είχε κηρυχτεί επανάσταση κατά του καθεστώτος. Η Καλλιόπη παρέμεινε στην οικία της μόνη με τα δυο παιδιά που είχε αποκτήσει, τον Ναπολέοντα και τον Επαμεινώνδα.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Μετά τον θάνατο του Καποδίστρια και την παραίτηση του αδελφού του Αυγουστίνου, η Επταμελής Διοικητική Επιτροπή που εκλέχτηκε από την Γερουσία, διόρισε τον Σπυρίδωνα Παπαλεξόπουλο Διοικητή Ναυπλίου και Άργους. Από την θέση αυτή ο Παπαλεξόπουλος απέδειξε τις διοικητικές και πολιτικές του ικανότητες. Κατάφερε με την μειλίχια και συνετή συμπεριφορά του και τους πολίτες να συγκρατεί και τις υπερβάσεις των ξένων στρατιωτών, στους οποίους είχε ανατεθεί η φρούρηση του Ναυπλίου, να ελέγχει.
Το αρχοντικό της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου έγινε για μια ακόμη φορά τόπος συνάντησης των ξένων αξιωματικών της φρουράς και των πολεμικών πλοίων, που ναυλοχούσαν στο λιμάνι της πόλης. Εκεί βέβαια σύχναζαν και οι προύχοντες και οι μορφωμένοι Έλληνες του τόπου. Τότε έφτασε στο Ναύπλιο ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας με την Βαυαρική συνοδεία του.
Η νέα κατάσταση δεν άρεσε στην Καλλιόπη. Οι συνήθειες, η ανατροφή και οι απόψεις της δεν συμφωνούσαν με τον ψυχρό και στημένο χαρακτήρα των Βαυαρών. Οι επισκέψεις τους στο σπίτι της δεν την ευχαριστούσαν. Άλλωστε δεν γνώριζε καν την γερμανική γλώσσα. Έτσι, συνέχισε να δέχεται στο σαλόνι της τους νεαρούς απόφοιτους της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, τους Έλληνες αξιωματικούς και πολιτικούς και τους Γάλλους, Άγγλους και Ιταλούς που παρεπιδημούσαν στο Ναύπλιο.
Όταν το 1834, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αθήνα η Καλλιόπη παρέμεινε στο Ναύπλιο και συνέχισε να φιλοξενεί φίλους και επισκέπτες. Το σπίτι της εξακολούθησε να είναι το κύριο σημείο των συναθροίσεων ενώ οι φιλελεύθερες ιδέες αποτελούσαν τον κεντρικό άξονα των συζητήσεων. Άλλωστε η Καλλιόπη κατά την παραμονή της στην Ιταλία είχε επηρεαστεί αρκετά από τους Καρμπονάρους οι οποίοι είχαν υιοθετήσει τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης.
Είχε συνδεθεί τόσο πολύ με το Ναύπλιο, ώστε, όπως έλεγε, αποτελούσε «όστρακον προσκεκολλημένον εις τους βράχους του Ιτς – καλέ». Κι όταν επίσημοι Έλληνες ή ξένοι περιηγητές την επισκέπτονταν, η Καλλιόπη έλεγε χαμογελώντας: « Μετά το Παλαμήδι έρχομαι εγώ. Είμαι και εγώ εν από τα αρχαιότερα μνημεία του Ναυπλίου και επομένως η επίσκεψίς σας αποβαίνει υποχρεωτική ».
Σε μια επίσκεψή του στην οικία της, ο Γάλλος ακαδημαϊκός και ιστοριογράφος Ερρίκος Μαρτέν της είπε: «Κυρία, έρχομαι να καταθέσω τα σέβη μου ενώπιον μια μεγάλης Κυρίας (grande dame) του αιώνος μας» αυτή πάντα ετοιμόλογη του απάντησε: « Πολύ, πάρα πολύ μεγάλης μάλιστα, κύριε Μαρτέν. Έχει εβδομήκοντα ήδη έτη περασμένα».
Με τις πρώτες Δημαιρεσίες ο Σπυρίδων Παπαλεξόπουλος εκλέχτηκε πρώτος Δήμαρχος του Ναυπλίου. Οι πολίτες του Ναυπλίου τον τίμησαν πολλές φορές εκλέγοντας τον Δήμαρχο. Ο ίδιος έλεγε σε φίλους και συνδαιτυμόνες του ότι την μεγάλη δημοτικότητα και επιτυχία του όφειλε κυρίως στη σύζυγό του. Ο φιλελεύθερος πυρετός, που κατέλαβε τους Έλληνες λίγα χρόνια μετά την άφιξη του Όθωνα, δεν ήταν δυνατόν να αφήσει αδιάφορη την Καλλιόπη. Το σπίτι της έγινε κέντρο διακίνησης των ιδεών των φιλελευθέρων.
Μετά την 3η Σεπτεμβρίου 1843 η πόλη του Ναυπλίου έστειλε στην Αθήνα ως πληρεξούσιο στην Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων, τον Παπαλεξόπουλο. Η Καλλιόπη ακολούθησε τον άνδρα της και δεν άργησε να καταστήσει το σπίτι της επίκεντρο της αγγλόφιλης παράταξης, της οποία αρχηγός ήταν ο παλιός φίλος και συναγωνιστής Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Με το τέλος των εργασιών της Συνέλευσης η Καλλιόπη επέστρεψε στο Ναύπλιο κι όταν ο σύζυγός της διορίστηκε Γερουσιαστής, αυτή τον επισκεπτόταν για λίγες ημέρες και επέστρεφε στο αγαπημένο της Ναύπλιο.
Τραγικές μέρες
Την ευτυχισμένη ζωή της ζήλεψε η μοίρα. Στις αρχές του 1850 πεθαίνει ο πατέρας της Ανδρέας Καλαμογδάρτης. Πριν προλάβει να συνέλθει από το πένθος της, ο θάνατος της παίρνει τον 16χρονο γιο της, τον εύελπιδα Αλέξιο, στα τέλη του ίδιου έτους. Μετά από λίγο καιρό ( 22- 7- 1851) φεύγει για πάντα ο αγαπημένος σύζυγό της Σπυρίδων Παπαλεξόπουλος. Το 1855 έρχεται νέο τρομακτικό χτύπημα. Τον πατέρα και αδελφό ακολουθεί ο μεγαλύτερος γιος της Ναπολέων, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από την Γερμανία όπου είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του. Η Καλλιόπη έμεινε πια μόνη με το παιδί που της είχε απομείνει, τον Επαμεινώνδα*. Το χειμώνα του 1856, ο αγαπημένος της αδελφός Αντώνιος, αυτοκτονεί στην Πάτρα « μη δυνάμενος να υποφέρει τους πόνους των άκρων ».
Το ωραίο σαλόνι της ερήμωσε. Η Καλλιόπη μαυροφορεμένη θρηνεί. Οι βαθιές πληγές της ψυχή της δεν θα κλείσουν ποτέ. Ακόμα και μετά από πενήντα χρόνια, στις τελευταίες της ημέρες, απέφευγε συστηματικά να τους αναφέρει. Αποσύρθηκε από τον κόσμο και δεν ξαναβγήκε από την οικία της.
Παροιμιώδης υπήρξε και η φιλανθρωπία της. Τα έσοδα που της είχαν απομείνει από την ελάχιστη πλέον περιουσία της και αργότερα από την σύνταξη των 500 δραχμών που της είχε χορηγήσει το κράτος, λόγω του συζύγου της, ήταν ελάχιστα. Τέτοια όμως ήταν η αγάπη της προς τον συνάνθρωπο ώστε και όταν ακόμη είχαν απομείνει στο συρτάρι της μόλις 10 δραχμές έλεγε στον άπορο επισκέπτη της: «… αλλά ας τας μοιρασθώμεν, εγώ κρατώ τας πέντε, πάρε και σύ τας άλλας πέντε».
Στις φιλικές συστάσεις των φίλων της να περιορίσει την βοήθειά της στους φτωχούς, αυτή χαμογελώντας τους απαντούσε: « Τα πετεινά του ουρανού ζουν χωρίς ούτε να σπείρουν ούτε να θερίσουν και εγώ δεν θα ζήσω έως το τέλος του μηνός !».
Υπήρχαν φτωχοί που η Καλλιόπη τους είχε παραχωρήσει από ένα ενοίκιο στον καθένα από τα μαγαζιά του ισογείου του σπιτιού της. Οι Ναυπλιώτες που γνώριζαν την απέραντη φιλανθρωπία της και ανιδιοτέλειά της, τους καθημερινούς επισκέπτες της ανάγκης οι οποίοι την περίμεναν στην είσοδο του αρχοντικού της τους αποκαλούσαν: «Συνταξιούχους της Κυρά- Καλλιόπης».
Ο εθελούσιος εγκλεισμός της τέλειωσε όταν πληροφορήθηκε τις κινήσεις της αντιπολίτευσης κατά του συστήματος. Η Καλλιόπη αμέσως ενστερνίστηκε τις θέσεις και τις απόψεις της. Το σαλόνι της μεταβλήθηκε σε κέντρο των επαναστατών και των υπό επιτήρηση εξόριστων στο Ναύπλιο ύποπτων αξιωματικών. Υπήρξε πραγματικά μια αντιοθωνική κυψέλη.
Ήταν όλοι παρόντες. Ο Γρίβας, ο Κορωναίος, ο Μπότσαρης, ο Πετιμεζάς, ο Μάνος, ο Πραΐδης και ο Διοβουνιώτης κατάρτησαν το σχέδιο της Ναυπλιακής Επανάστασης.
Η Ναυπλιακή Επανάσταση
Μετά την έκρηξη της Ναυπλιακής Επανάστασης τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου, θορυβημένος ο Όθωνας και οι περί αυτόν, συγκρότησαν μεγάλη στρατιωτική δύναμη στην Κόρινθο. Αρχηγός της βασιλικής εκστρατείας διορίστηκε ο Ελβετός Χαν. Όταν έφτασε στην Αργολίδα, έστησε το αρχηγείο του κοντά στην Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα και άρχισε την πολιορκία του Ναυπλίου και των γύρω περιοχών που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των επαναστατών.
Ακολούθησαν αιματηρές μάχες με αμφίπλευρες απώλειες. Ο ανώνυμος Ναυπλιεύς στο βιβλίο του «Τα συμβάντα της Ναυπλιακής Επανάστασης» γράφει ότι ο Χαν «εθλίβετο δια την κατάστασιν του έθνους». Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να εντείνει τις πολεμικές επιχειρήσεις και παράλληλα να προσπαθεί να συκοφαντήσει και να διασπάσει την επανάσταση. Την χαρακτήρισε ως «στρατιωτική ανταρσίαν, προδοτική και αναρχική».
Ενώ η πολιορκία βρισκόταν σε εξέλιξη, στις 7 Μαρτίου οι επαναστάτες ειδοποιήθηκαν ότι ο βασιλιάς Όθων όρισε «πληρεξουσίους του τον αντιστράτηγον Ι. Κολοκοτρώνη, τον υποστράτηγο Χαν και τον νομάρχην Αργολίδος Γεωργαντάν, ίνα διαπραγματευθώσι περί υποταγής της πόλεως και της παραδόσεως των φρουρίων».
Ύστερα από συνεννοήσεις των επικεφαλής των δύο αντιμαχόμενων δυνάμεων, οι επαναστάτες πρότειναν προκειμένου να παραδώσουν την πόλη, να δοθεί γενική αμνηστία σε όλους όσοι είχαν εμπλακεί με κάθε τρόπο στην επανάσταση, στρατιωτικοί και πολιτικοί.
Στις 16 Μαρτίου ο Χαν, αν και είχε στα χέρια του σχετικό βασιλικό διάταγμα από τις 8 Μαρτίου, επειδή δεν έδινε αμνηστία σε όλους, αλλά εξαιρούσε κάποιους επαναστάτες και φοβούμενος όξυνση της κατάστασης, σε συνάντησή του με αντιπροσωπεία των Ναυπλιωτών απέκρυψε την ύπαρξή του και είπε ψευδώς στην επιτροπή, ότι το Υπουργείο δεν συμφωνεί στην απονομή χάριτος. Τότε πάρθηκε απόφαση συνέχισης του αγώνα, η οποία έγινε δεκτή από το λαό με ενθουσιασμό. Πλήθος κόσμου, τραγουδώντας παιάνες, διατράνωσε την απόφασή του να συνεχίσει τον αγώνα « μέχρις εσχάτων».
Στις 18 Μαρτίου οι Ναυπλιώτες άρχισαν ισχυρό κανονιοβολισμό κατά των θέσεων του βασιλικού στρατού αλλά αυτός δεν ανταποκρίθηκε. Την επόμενη ημέρα, όταν άρχισαν πάλι να ρίχνουν τα κανόνια της πόλης, ο Χαν έδωσε διαταγή να ανταποδώσουν τα πυρά και ειδοποίησε τους επαναστάτες ότι αν συνεχίσουν θα ισοπεδώσει την πόλη.

Επεισόδιο από τη Ναυπλιακή Επανάσταση – Κατάληψη των εξωτερικών οχυρώσεων από τον Οθωνικό στρατό (1862).
Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, περήφανη και συνεπαρμένη από πατριωτικό ενθουσιασμό, όρθια στο μπαλκόνι του σπιτιού της, αψηφώντας τις σφαίρες των τηλεβόλων που περνούσαν δίπλα της, εγκαρδίωνε το στρατό και το λαό.
Ο στρατηγός Χαν, παλιός φίλος της οικογένειας, φοβούμενος μήπως η σπουδαία αυτή γυναίκα πάθει κακό από τις οβίδες ή την κατάληψη της πόλης, της έστειλε μήνυμα να απομακρυνθεί από την πόλη ή τουλάχιστον να κλειστεί στο σπίτι της.
Η απάντησή της έφτασε αμέσως, γραμμένη σε επισκεπτήριό της.
« ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Λαμβάνει την τιμήν να ειδοποιήση τον στρατηγό Χαν ότι δεν φοβείται τίποτε άλλο παρά τους ποντικούς».
Τα γεγονότα πύκνωναν και η κατάσταση είχε γίνει πολύ δύσκολη για τους Ναυπλιώτες. Ο Χαν, που είχε κρατήσει μυστικό το βασιλικό διάταγμα της 8ης Μαρτίου, αναγκάστηκε πλέον να το κοινοποιήσει. Το Ναύπλιο βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση.
Μετά από συνεχείς συσκέψεις αποφασίστηκε η παράδοση της πόλης. Αφού υπογράφτηκε η συνθήκη, ο Χαν επέτρεψε την αποχώρηση όλων των οικογενειών, φροντίζοντας για την ασφάλειά τους από επιθέσεις του στρατού και κυρίως των ατάκτων.
Στις 7 Απριλίου ήρθαν κι έδεσαν στο λιμάνι δυο ξένα καράβια. Στις 8 Απριλίου, ημέρα Κυριακή του Πάσχα, οι αγωνιστές που είχαν εξαιρεθεί από την αμνηστία, μετά την λειτουργία κατέβηκαν στο λιμάνι και αφού φίλησαν το χέρι της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, επιβιβάστηκαν στα πλοία ακολουθώντας τον δρόμο της αυτοεξορίας.
Την ίδια ημέρα, μετά την αποχώρηση των πλοίων, ο βασιλικός στρατός κατέλαβε το Ναύπλιο με επικεφαλής τον στρατηγό Χαν. Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου έμεινε κλεισμένη στο σπίτι της. Δεν ήθελε να δει την θριαμβευτική είσοδο των βασιλικών στρατευμάτων στην αγαπημένη της πόλη.
Ο αστυνόμος Παρασκευάς Γιαννακόπουλος, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του θέλησε να κάνει έρευνα στο σπίτι της. Η Καλλιόπη στάθηκε στο κεφαλόσκαλο και του απαγόρευσε την έρευνα. Όμως αυτός παραβίασε την πόρτα και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά. Το ράπισμα που δέχτηκε ο αστυνόμος ήταν ηχηρό. Ο υπουργός των Στρατιωτικών που είχε έρθει εν τω μεταξύ στο Ναύπλιο, πληροφορήθηκε το γεγονός. Μέσω του υπασπιστή του ζήτησε συγγνώμη από την Παπαλεξοπούλου και επέπληξε δριμύτατα τον αστυνόμο.
Από την κατάληψη του Ναυπλίου μέχρι την έξωση του Όθωνα δεν βγήκε από το σπίτι της και μόνο με κάποιους στενούς συγγενείς επικοινωνούσε γιατί δεν ήθελε να εκθέσει τους φίλους της στις φιλύποπτες βασιλικές αρχές, μια και οι μέρες ήταν δύσκολες και πονηρές.
Λίγες μέρες μετά την έξωση του Όθωνα το πολεμικό πλοίο «Ελλάς» επί του οποίου επέβαινε ο συνταγματάρχης Πυροβολικού Π. Κορωναίος έφτασε στο Ναύπλιο με εντολή της προσωρινής Κυβέρνησης να μεταφέρει την Καλλιόπη στην Αθήνα. Αρχικά αρνήθηκε αλλά μετά από πιέσεις αλλά και σκεπτόμενη ότι θα είχε την χαρά να υποδεχτεί τους επαναστάτες του Ναυπλίου που πλέον γύριζαν από την εξορία, αποδέχτηκε την πρόσκληση. Ο λαός του Πειραιά και της Αθήνας βγήκε στους δρόμους και την υποδέχτηκε με ενθουσιασμό. Από τα μπαλκόνια των σπιτιών και τους εξώστες την έραιναν με λουλούδια ενώ κόσμος πολύς την επευφημούσε και την ακολουθούσε στην πορεία της. Σε επίσημο γεύμα που δόθηκε στον Βοτανικό κήπο ήταν παρόντες όλοι όσοι είχαν λάβει μέρος στον αγώνα για την μεταπολίτευση και για την οποία η Καλλιόπη υπήρξε πρωτεργάτης και ψυχή της.
Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, επί Όθωνα, μολονότι πιεζόταν οικονομικά είχε αρνηθεί να ζητήσει την σύνταξη λόγω του συζύγου της. Μάλιστα όταν της χορηγήθηκε σύνταξη 1000 δραχμών αυτή δεν την δέχτηκε λέγοντας ότι το πολύ να δεχτεί την σύνταξη που έπαιρναν και οι άλλες σύζυγοι των μεγάλων αγωνιστών του Αγώνα.
Βασίλειον της Ελλάδος
Η Προσωρινή Κυβέρνησις
Κατά γνωμοδότησιν του Συμβουλίου των Υπουργών της Επικρατείας και κατά πρότασιν του επί των Εσωτερικών Υπουργού
Ψηφίζομεν
Χορηγείται εις την Κυρίαν Καλλιόπην Σπ. Παπαλεξοπούλου μηνιαία σύνταξις εκ δραχμών πεντακοσίων
(500), εν η συμπεριλαμβάνεται και η δυνάμει του Νόμου περί συντάξεως των χηρών και ορφανών του
Γερουσιαστού χορηγουμένη.
Οι εκ των Εσωτερικών και των Οικονομικών Υπουργοί θέλουσι δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν
ψήφισμα.
Αθήνησι τη 29η Νοεμβρίου 1862
Η Προσωρινή Κυβέρνησις
Δ. Γ. Βούλγαρης Πρόεδρος, Κ. Κανάρης, Μ. Ρούφος.
Οι Υπουργοί της Επικρατείας
Θ. Α. Ζαΐμης, Α. Διαμαντόπουλος, Α. Καλλιφρονάς,
Ε. Δεληγιώργης. Δ. Μαυρομιχάλης,
Α. Κουμουνδούρος, Τ. Μαγγίνας και
Β. Νικολόπουλος.
Ο Γενικός Γραμματεύς
Ν. Α. Χατζόπουλος
Εθεωρήθη και ετέθη
η μεγάλη της Επικρατείας Σφραγίς.
Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός
Α. Κουμουνδούρος
Έμεινε για λίγες ακόμη μέρες στην Αθήνα και επέστρεψε στο Ναύπλιο. Κλείστηκε στο σπίτι της και δεν ξαναβγήκε μέχρι του θανάτου της. Μέχρι τα βαθειά της γεράματα διατήρησε ακέραιο το πνεύμα και την καλοπροαίρετη σκωπτική της διάθεση, φροντίζοντας τα λουλούδια της, τις γάτες της και τα ωδικά πτηνά της, πάντοτε βιβλιόφιλη και ευγενική.
Πέθανε ειρηνικά στις 8 Σεπτεμβρίου του 1898. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη μετά από απόφαση του υπουργού Εσωτερικών Γεωργίου Κόρπα, που εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στο Ναύπλιο. Έτσι έζησε και αυτά κατόρθωσε η δημοκρατική αριστοκράτισσα, η Κυρά του Ναυπλίου. Ο τάφος της βρίσκεται στο νεκροταφείο της πρόνοιας.
Προτομή της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του ιστορικού συλλόγου «Παλαμήδης». Επίσης ο Δήμος Ναυπλιέων έχει στήσει αναμνηστική στήλη, στο σημείο που ήταν το σπίτι της και έχει χαραγμένη την θρυλική φράση της «Ναυπλιείς θαρρείτε». Η προτομή είναι έργο της γλύπτριας Ειρήνης Πραμαντιώτη- Χαριάτη ενώ η αναθηματική στήλη είναι της γλύπτριας Αλίκης Χατζή.
Υποσημείωση
* Ο μονάκριβος πλέον γιος της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου – μετά τον θάνατο των αδελφών του- Επαμεινώνδας, διορίστηκε Τελώνης στις Σπέτσες. Παντρεύτηκε με την Σπετσιώτισσα Διαμαντούλα Σάντου και απέκτησαν 9 παιδιά. 1.Τον Σπύρο, τελώνη 2. την Καλλιόπη, σύζυγο του Σπετσιώτη Παναγιώτη Χατζηαναργύρου, Αξιωματικού Λιμενικού Σώματος 3. την Μαρία 4. τον Σάντο, αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού 5. την Σοφία 6. τον Ανδρέα 7. τον Νίκο, πλοίαρχο 8. τον Αντώνη, διευθυντή Τελωνείων και 9. τον Ηλία. Ο Επαμεινώνδας Παπαλεξόπουλος πέθανε στις Σπέτσες το 1908 και η σύζυγός του Διαμαντούλα το 1939.
Πηγές
Μ. Γ. Λαμπρυνίδης « Καλλιόπη Σπ. Παπαλεξοπούλου », Ημερολόγιον του 1904, Κ. Φ. Σκόκου, Τόμ. 19, Αρ. 1, σελ. 241.
Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», γ’ έκδοση, Αθήνα, χ.χ.
Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση», Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ναυπλίου, Αθήνα, ²2010.
Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.
«Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου (1809-1898) – Η ελληνίδα μαντάμ Ρολάν», έκδοση της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας ¨Απόπειρα¨, Ναύπλιο, 1997.
Σμόλεντς ή Σμολένσκης Νικόλαος (1838- 1919)
Στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε το 1838 στην Αθήνα. Ήταν γιος του υποστράτηγου και πολιτικού Λεωνίδα Σμόλεντς, που γεννήθηκε στην Πολωνία από γονείς Έλληνες της Μοσχόπολης Μακεδονίας και ήλθε στην Ελλάδα το 1825 και μεγαλύτερος αδελφός του ήρωα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, Κωνσταντίνου Σμόλεντς.
Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων από την οποία απεφοίτησε το 1860 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πυροβολικού και συνέχισε τις σπουδές του στο εξωτερικό. Επανερχόμενος στην Ελλάδα κατατάχθηκε στο πυροβολικό ως αξιωματικός.
Το 1862 συμμετείχε στην Ναυπλιακή Επανάσταση κατά του Όθωνα. Υπήρξε στενός συνεργάτης των αρχηγών της Επανάστασης Αρτέμη Μίχου και Πάνου Κορωναίου. Όταν τα βασιλικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Χαν έφτασαν προ των πυλών της πόλης του Ναυπλίου, ο Σμόλεντς συμφώνησε με την γνώμη του Μίχου να ζητηθεί από τον Όθωνα γενική αμνηστία προκειμένου να παραδοθεί ειρηνικά η πόλη.
Ο Σμόλεντς μαζί με 18 ακόμη επαναστάτες στρατιωτικούς και πολιτικούς εξαιρέθηκε από την αμνηστία και ακολούθησε τον δρόμο της αυτοεξορίας αφού προηγουμένως είχε συνυπογράψει την παράδοση του Ναυπλίου στον Χαν.
Αργότερα, μετά την επάνοδό του από την εξορία και έχοντας ως παρακαταθήκη την συμμετοχή του στην Ναυπλιακή Επανάσταση αναμίχτηκε στην πολιτική. Το 1895 εκλέχτηκε βουλευτής Αίγινας επί κυβερνήσεως Θ. Δηλιγιάννη και ανέλαβε το υπουργείο των Στρατιωτικών από το οποίο παραιτήθηκε μετά δύο χρόνια γιατί διαφώνησε στην αποστολή στρατού στην Κρήτη.
Διετέλεσε καθηγητής της Στρατιωτικής Σχολής και Διοικητής της Μεραρχίας Στρατού της Ηπείρου το 1897. Αποστρατεύθηκε την 12 Ιουλίου 1905. Πέθανε το 1919 σε ηλικία 81 ετών.
Πηγές
Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 6ος, Αθήνα, 1930.
Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση», Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ναυπλίου, Αθήνα, ²2010.
Η πρώτη εκδήλωση για τα 150 χρόνια της Ναυπλιακής Επανάστασης
Το Σάββατο 17 Μαρτίου 2012, πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία η πρώτη εκδήλωση για τα 150 χρόνια από τη Ναυπλιακή Επανάσταση, με την παρουσίαση του βιβλίου του Αναστασίου Γούναρη «Η Ναυπλιακή Επανάσταση/1 Φεβρουαρίου- 8 Απριλίου 1862».

Ο κ. Κωνσταντίνος Χελιώτης «ανοίγει» την εκδήλωση. Στο πάνελ από αριστερά, οι ομιλητές: Γεώργιος Αναστασόπουλος, Αναστάσιος Γούναρης, Γεώργιος Ρούβαλης και Βασίλειος Κρεμμυδάς.
Κατά την εκδήλωση, μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης του βιβλίου αλλά και την γενικότερη τοποθέτηση στα γεγονότα της Ναυπλιακής Επανάστασης και στα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της περιόδου, από τους κ.κ. Γεώργιο Αναστασόπουλο, Βασίλειο Κρεμμυδά και Αναστάσιο Γούναρη, ο συγγραφέας βραβεύθηκε από το Δήμαρχο Ναυπλιέων κ. Παναγιώτη Αναγνωσταρά για την προσφορά του στην πόλη και την ιστορία της. Την ευθύνη του συντονισμού της εκδήλωσης είχε ο κ. Γεώργιος Ρούβαλης.
Προβλήθηκαν διαφάνειες με φωτογραφικό υλικό σχετικά με τη Ναυπλιακή Επανάσταση και ενημερωτικό τηλεοπτικό μήνυμα διάρκειας 2’36’’ λεπτών που δημιουργήθηκε για την προβολή των 150 χρόνων από τη Ναυπλιακή Επανάσταση με τη συνεργασία της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού και του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard. Το τηλεοπτικό μήνυμα ήδη παρουσιάστηκε στην εκπομπή της ΝΕΤ «Πρωινή Ενημέρωση» την Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012.
Οι επόμενες εκδηλώσεις
Το Σάββατο, 17 Μαρτίου 2012 συνεδρίασε η επιτροπή, η οποία έχει ως κύρια αποστολή τη διοργάνωση του συνεδρίου του Οκτωβρίου. Στη συνεδρίαση παρευρέθηκαν οι κυρίες Μαρία Βελιώτη και Μαρία Παπαμιχαήλ, οι κ.κ. Γεώργιος Αναστασόπουλος, Χαράλαμπος Αντωνιάδης, Δημήτριος Γεωργόπουλος, Κανέλλος Κανελλόπουλος, Αναστάσιος Τσάγκος, Κωνσταντίνος Χελιώτης και ο κ. Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, ιστορικός, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και κατατέθηκαν οι πρώτες σκέψεις για το περιεχόμενο της συνάντησης του Οκτωβρίου.
Τις επόμενες ημέρες θα πραγματοποιηθεί σύσκεψη μεταξύ των φορέων που θα αναλάβουν την εκπόνηση του εκπαιδευτικού σκέλους των εορτασμών, υπό το συντονισμό του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος. Έχουν προσκληθεί να συμμετέχουν όλοι οι εκπαιδευτικοί και θεατρικοί φορείς της πόλης.
Η επόμενη εκδήλωση θα αφιερωθεί στην προβολή του ντοκιμαντέρ του Φώτη Κωνσταντινίδη «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου (1809-1898) Μια θρυλική ηρωίδα».
Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου (1809-1898) – Η ελληνίδα μαντάμ Ρολάν
Μια αναστατική έκδοση στα πλαίσια του εορτασμού των 150 χρόνων της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862 από την «ΑΛΛΗ ΠΡΟΤΑΣΗ». Η πρώτη έκδοση έγινε το 1997 από τη μη κερδοσκοπική εταιρία «ΑΠΟΠΕΙΡΑ» και περιλαμβάνει ένα βιογραφικό κείμενο του Μιχαήλ Λαμπρυνίδη για την Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου από το ημερολόγιο του Σκόκου του 1904, και ένα κείμενο για την υποδοχή της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου στην Αθήνα μετά τα γεγονότα στο Ναύπλιο και την έξωση του Όθωνα, του Α. Πετσάλη και αυτό από το ημερολόγιο του Σκόκου του 1917.
Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, είναι μία από τις γοητευτικότερες φυσιογνωμίες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Από το 1826 που εγκαθίσταται στο Ναύπλιο ως μνηστή και αργότερα ως σύζυγος του Πρώτου Δημάρχου του Ναυπλίου Σπύρου Παπαλεξοπούλου, θα ζήσει όλα τα μεγάλα γεγονότα της εποχής από πολύ κοντά και ως ένα βαθμό θα τα επηρεάσει.
Προικισμένη με ευφυΐα και σπάνια μνήμη ευτύχησε να σπουδάσει στην Ιταλία, σε μια εποχή που όχι μόνο οι γυναίκες αλλά και οι περισσότεροι άνδρες ήταν παντελώς αγράμματοι. Όμως ο σπόρος των γραμμάτων βρήκε στη νεαρή Καλλιόπη το πιο γόνιμο έδαφος και φύτρωσε μαζί με το σπόρο που είχε ρίξει η Γαλλική Επανάσταση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι ο φλογερός χαρακτήρας της νεαρής Καλλιόπης με τα πατριωτικά αισθήματα σφυρηλατήθηκε από ανθρωπιστικά και φιλελεύθερα πολιτικά ιδεώδη που καθόλου δεν άργησε να εκδηλώσει έμπρακτα στην τότε πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Το σαλόνι της έγινε κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής και η ίδια αναδείχτηκε σε διακριτική πρωταγωνίστρια που συγκινούσε τα πλήθη αλλά και ενοχλούσε με την καθαρότητα των ιδεών της και τις δημοκρατικές της πεποιθήσεις. Οι ελπίδες της για ευνομούμενο κράτος και ισοπολιτεία διαψεύστηκαν και από τον πρώτο Κυβερνήτη και από τον Όθωνα.
Χήρα πια, το 1862, θα γίνει στο Ναύπλιο η ιεροφάντης της επαναστατικής προετοιμασίας εναντίον του Όθωνα μεταδίδοντας τις ιδέες της σε πολλές κυρίες του Ναυπλίου και τη νεολαία. Κι έξω από το σπίτι της, στην πλατεία Συντάγματος εκφωνώντας από το μπαλκόνι της πύρινο λόγο, θα εμψυχώσει τον εξεγερμένο στρατό και λαό τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου για να αναδειχθεί σε «Μητέρα της Ναυπλιακής Επανάστασης» ή κατ’ άλλους σε «Ελληνίδα μαντάμ Ρολάν».
Κατέκτησε το θαυμασμό και το σεβασμό εχθρών και φίλων και η συμβολή της στην έξωση του Όθωνα αναγνωρίστηκε επίσημα από την Ελληνική Βουλή του 1862. Τελείωσε το μακρό της βίο στο αγαπημένο της Ναύπλιο ξοδεύοντας και την τελευταία δεκάρα της για την ανακούφιση των φτωχών και των δυστυχισμένων.
Αρκετοί σύγχρονοί της και μεταγενέστεροι ασχολήθηκαν με την προσωπικότητα και το έργο της Παπαλεξοπούλου. Ανάμεσα στα δημοσιεύματα ξεχωρίζουν το ιστόρημα του Θ. Βελλιανίτη «Η Μητέρα της Επαναστάσεως» από τη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» 1926, του Σπύρου Δεβιάζη «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου – το γένος Καλαμογδάρτη» από το περιοδικό «Ελληνική Επιθεώρηση» 1913 και του Α. Ν. Πετσάλη «Η Υποδοχή της Κυρά Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου εις Αθήνας» από το ημερολόγιο του Κ. Φ. Σκόκου 1917. Την πληρέστερη όμως βιογραφία της έχει γράψει ο Μ. Γ. Λαμπρυνίδης με τίτλο «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου (1809-1898)» και διασώζεται στο Ημερολόγιο του 1904 του Κ. Φ. Σκόκου.
Απόπειρα
Το βιβλίο διατίθεται από τα βιβλιοπωλεία του Ναυπλίου, καθώς και από την έκθεση βιβλίου, η οποία λειτουργεί στο χώρο του «Βουλευτικού» στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τη Ναυπλιακή Επανάσταση.
Διαβάστε ακόμη:
Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862 – Το ιστορικό πλαίσιο
Ο Συνταγματικός Έλλην – Η εφημερίδα της Ναυπλιακής Επανάστασης (1862)