Μάνος Κ. Θρασύβουλος (1835 – 1922)
Ο στρατηγός Θρασύβουλος Μάνος γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1835. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών του Φαναρίου. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και ονομάστηκε, μετά τη συμπλήρωση των σπουδών του, ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Τον Φεβρουάριο του 1862 πήρε μέρος στη Ναυπλιακή επανάσταση. Το 1866 συμμετείχε ως εθελοντής στην επαναστατημένη Κρήτη, τραυματίστηκε στη μάχη του Βαφέ και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε εγκάθειρκτος επί δυο χρόνια.
Το 1878 έλαβε μέρος στην προέλαση του ελληνικού στρατού στο Δομοκό κι αργότερα, ως αρχηγός του στρατού της Ηπείρου, τίμησε τα ελληνικά όπλα – εξαίρεση – στον άδοξο και ατυχή ελληνο-οθωμανικό πόλεμο του 1897.
Υπήρξε διοικητής της Σχολής Ευελπίδων (1885-1890 & 1891-18) και μέλος της μυστικής οργάνωσης «Εθνική Εταιρεία»*, ιδρυτικό μέλος της οποίας ήταν ο γιος του Πέτρος και αυτός αξιωματικός.
Ο Θρασύβουλος Μάνος ήταν και ένα από τα μέλη της Επιτροπής προετοιμασίας των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Μέλος της ίδιας επιτροπής ήταν και ο γιος του Κωνσταντίνος Μάνος, ποιητής και αγωνιστής. Ήταν παντρεμένος με τη Ρωξάνη Μαυρομιχάλη, της γνωστής οικογένειας Μαυρομιχαλέων. Πέθανε στην Αθήνα το 1922.
Υποσημείωση
* Το όνομα Εθνική Εταιρία έφερε μυστική οργάνωση, κυρίως από στρατιωτικούς, που συστάθηκε στην Αθήνα το 1894, με κύριο σκοπό την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος, την επαγρύπνηση επί των συμφερόντων των αλύτρωτων Ελλήνων με στόχο την προπαρασκευή της απελευθέρωσής των.
Πηγές
Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», γ’ έκδοση, Αθήνα, χ.χ.
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.
Ιστοσελίδα Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών – http://pandektis.ekt.gr
Διαβάστε ακόμη:
Ποταμιάνος Ηλίας (1844-1911)
Ο Ηλίας Ποταμιάνος, νομικός, πολιτικός και δημοσιογράφος, γεννήθηκε το 1844 στο Ναύπλιο, όπου σπούδασε τα εγκύκλια μαθήματα και έφηβος μόλις, έλαβε ενεργό μέρος στην Ναυπλιακή Επανάσταση (1862). Ο πατέρας του Ευάγγελος Ποταμιάνος καταγόταν από την Κεφαλονιά και ήταν πλοίαρχος στον επικουρικό στόλο της Αγγλίας κατά τους Ναπολεόντιους πολέμους μέχρι το 1815. Αργότερα ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας ήρθε και πολέμησε στην Ελλάδα και επί Καποδίστρια έγινε διευθυντής της Αστυνομίας.
Ο Ηλίας Ποταμιάνος σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εξάσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου με μεγάλη επιτυχία. Δίδαξε Στρατιωτικό Δίκαιο στη Σχολή Ευελπίδων τα έτη 1870-73, και διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας «Αυγή» και συντάκτης της «Εφημερίδος των Συζητήσεων», ήταν φίλος και συνεργάτης του Επαμεινώντα Δεληγιώργη. Ανέλαβε επίσης αποστολές στο εξωτερικό: το 1872 στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με το Βουλγαρικό Σχίσμα και το 1905 στην Κρήτη (που τότε δεν είχε ακόμα απελευθερωθεί) για προβλήματα της εκεί Ελληνικής Διοικήσεως.
Εκλέχθηκε πολλές φορές βουλευτής και διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα. Στην επαρχία Ναυπλίας εκλέχτηκε τα έτη 1881, 1891 και 1892. Το 1901, ως βουλευτής Ηλείας, κατέθεσε στη Βουλή πρόταση για την πρόσληψη γυναικών στα ταχυδρομεία και τα τηλεγραφεία. Η Βουλή όμως, με το σκεπτικό ότι «τα ήθη μας δεν το επιτρέπουν», την απέρριψε. Έγραψε τις μελέτες «Περί των παρά τω Ρωμαϊκώ στρατώ ποινών» (1874), «Αι Συρακούσαι» (1878) στο περιοδικό «Βύρων», κ.ά. Απεβίωσε το 1911.
Πηγές
Νέλλη Χρονοπούλου – Μάρω Βουγιούκα – Βασίλης Μεγαρίδης, «Οδωνυμικά του Ναυπλίου», έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, 1994.
Κούλα Ξηραδάκη, «Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου», γ’ έκδοση, Αθήνα, χ.χ.
Διαβάστε ακόμη:
Ιστοσελίδα της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862
Η ιστοσελίδα αυτή, αποτελεί μια πρωτοβουλία της Οργανωτικής Επιτροπής Εκδηλώσεων για τα 150 χρόνια από τη Ναυπλιακή Επανάσταση, σε συνεργασία με την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού και εντάσσεται στα πλαίσια και άλλων πολλαπλών δράσεων της.
Eίναι ανοικτή σε προτάσεις για ανάρτηση σχετικών κειμένων, επιστημονικών ερευνών ή εργασιών, φωτογραφιών ή και κάθε άλλου είδους στοιχείων, προκειμένου να δημιουργηθεί μια μόνιμη και άρτια ηλεκτρονική βιβλιοθήκη η οποία θα έχει ως άξονα τα ιστορικά γεγονότα, το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής, την τοπική κοινωνία, το πολιτικό πλαίσιο της Οθωνικής περιόδου και τις επιπτώσεις της εξέγερσης σε σχέση με την μετέπειτα πορεία της πόλης του Ναυπλίου.
150 Χρόνια από τη Ναυπλιακή Επανάσταση

Ναύπλιο, υδατογραφία, πρώτο μισό 19ου αιώνα.
Σκοπός της δημιουργίας αυτής της ιστοσελίδας είναι η προβολή μιας ένδοξης στιγμής της πόλης του Ναυπλίου, η ανάδειξη της σημαντικότητας της Επανάστασης του 1862 και η κατάθεση των αληθινών γεγονότων που σηματοδότησαν την έναρξη ραγδαίων εξελίξεων, οι οποίες οδήγησαν στην εκθρόνιση του Όθωνα και την κατάργηση της απολυταρχίας στο νέο τότε ελεύθερο κράτος της Ελλάδας.
Την 1η Φεβρουαρίου του 1862 εξερράγη – έστω νωρίτερα κατά δύο ημέρες- η Ναυπλιακή Επανάσταση, κατά της Οθωνικής κυριαρχίας. Το ιστορικό Ναύπλιο, η πόλη που υποδέχτηκε το 1833 τον πρώτο μονάρχη της χώρας με ενθουσιασμό και ελπίδες, έμελλε να είναι και η πόλη που κατάφερε τρομακτικό χτύπημα στο σύστημα που είχε καταλύσει το Σύνταγμα.
Αν και η Ναυπλιακή Επανάσταση κατεστάλη από το στρατό του Όθωνα, το μήνυμα και το πνεύμα του κινήματος, λειτούργησαν ως θρυαλλίδα και πυρσός για την υπόλοιπη Ελλάδα και κυρίως την Αθήνα. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, σύσσωμο το έθνος ολοκλήρωσε αναίμακτα ότι στο Ναύπλιο αιματηρά είχε ξεκινήσει και έδωσε τέλος σ’ ένα πολύχρονο αγώνα για την εκθρόνιση του Όθωνα και της Αμαλίας και τη διάλυση του συστήματος.
Σε αυτή την ιστοσελίδα παρουσιάζονται και αναλύονται τα ιστορικά δεδομένα, αναφέρονται τα σημαντικά πρόσωπα που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση και περιγράφεται η κατάσταση που επικράτησε μετά την εκθρόνιση του Όθωνα.
Πιστεύουμε ότι οι λαοί που στερούνται μνήμης, έχουν και βραχύ μέλλον.
Παρουσίαση του βιβλίου του Αναστασίου Γούναρη, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση, 1 Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862»
Ο Δήμαρχος Ναυπλιέων, ο Δημοτικός Οργανισμός Πολιτισμού, Περιβάλλοντος, Αθλητισμού και Τουρισμού (Δ.Ο.Π.Π.Α.Τ.) και η Οργανωτική Επιτροπή εκδηλώσεων για τα 150 χρόνια της Ναυπλιακής Επανάστασης σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Αναστασίου Αθ. Γούναρη
“Η Ναυπλιακή Επανάσταση”
το Σάββατο 17 Μαρτίου 2012 και ώρα 7.30 μ.μ.
στο Βουλευτικό.
Κατά την εκδήλωση ο συγγραφέας θα βραβευθεί για την προσφορά του στην πόλη και στην ιστορία της από το Δήμαρχο Ναυπλιέων.
Οι ομιλητές που καλούνται με τις εισηγήσεις τους να φωτίσουν κάποιες από τις πτυχές των ιστορικών γεγονότων της περιόδου και να μας μιλήσουν για το βιβλίο είναι :
Ο συγγραφέας Αναστάσιος Γούναρης
Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Βασίλης Κρεμμυδάς
Ο φιλόλογος Γιώργος Αναστασόπουλος
Συντονισμός: Γεώργιος Ρούβαλης, λογοτέχνης- ιστορικός.
Η μελέτη του Αναστασίου Γούναρη εκπονήθηκε κατά το 1960-62 όσο ο συγγραφέας υπηρετούσε ως φιλόλογος στο Ναύπλιο και εκδόθηκε το 1963. Στη συνέχεια επανεκδόθηκε επαυξημένη και βελτιωμένη το 2010 με την υποστήριξη της ΔΗ.Κ.Ε.Ν. (Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ναυπλίου).
Στόχος του συγγραφέα υπήρξε η έρευνα και η προβολή των ιστορικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στο Ναύπλιο κατά τη «Ναυπλιακή Επανάσταση», η οποία διήρκεσε από την 1η Φεβρουαρίου μέχρι τις 8 Απριλίου 1862 και οδήγησε στην έξωση του Όθωνα, τον Οκτώβριο του 1862.
Στο βιβλίο του εξιστορεί ένα τοπικό και συγχρόνως πανελλήνιας σημασίας γεγονός της πολιτικής μας ιστορίας και ολοκληρώνει την πρώτη εμπεριστατωμένη και σε βάθος έρευνα της βιβλιογραφίας, διασταυρώνοντας πληροφορίες και συγκρουόμενες απόψεις.
Σχετικά θέματα:
Μπούρτζι – Ο Θαλασσόπυργος του Ναυπλίου
Ένα μικρό κάστρο στην αγκαλιά του Ναυπλίου. Σήμα και σύμβολό του. Στα χρόνια της Ενετοκρατίας (1389-1540) και μάλιστα το 1473 ο μηχανικός Antonio Gambello έλαβε εντολή από τον Προβλεπτή της πόλης Pasqualigo, να οχυρώσει το νησί. Στον πύργο που έκτισαν τοποθέτησαν πυροβόλα. Η πόλη αρματώθηκε καλά. Τα πυροβόλα του νησιού και τα κανόνια της περιοχής «πέντε αδέλφια» διασφάλιζαν την πόλη από επιδρομές ή επιθέσεις από την μεριά της θάλασσας. Το νησί πήρε το όνομα Μπούρτζι. Πρόκειται μάλλον για Τουρκοαραβική λέξη που σημαίνει φρούριο, κάστρο.

Το Μπούρτζι από το λιμάνι. Έργο του Βαυαρού Κρατσάιζεν Καρλ (Karl Krazeisen). Λιθογραφία Franz Hanfstaengl, Μόναχο, 1828.
Οχυρωματικά έργα έγιναν και κατά την περίοδο της δεύτερης Ενετικής κυριαρχίας. Ορθώθηκε πύργος με περίβολο και προμαχώνες. Ο Μοροζίνης, αφού κατάσφαξε τους Τούρκους υπερασπιστές του, το κατέλαβε και πάλι το 1686. Το νησάκι το αποκαλούσαν και Castello dello soglio και το λιμάνι Porto Cadena, λιμάνι της αλυσίδας. Μια βαριά αλυσίδα απλωνόταν την νύχτα από το Μπούρτζι μέχρι την στεριά και έκλεινε με ασφάλεια την θαλασσινή είσοδο στο Ναύπλιο. Αργότερα, στα χρόνια της ελληνικής εξέγερσης συνηθιζόταν να το λένε Καστέλλι ή θαλασσόπυργο. Μετά από δύο πολιορκίες, την πρώτη υπό την καθοδήγηση και το σχέδιο του Γάλλου Φιλέλληνα Βουτιέ, παραδόθηκε τελικά στους Έλληνες στις 18 Ιουνίου 1822.
Το Μπούρτζι, διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο κατά την πολιορκία του Ναυπλίου, γιατί οι Έλληνες χτυπούσαν με τα πυροβόλα του τα κάστρα του Παλαμηδιού και της Ακροναυπλίας, της γνωστής τότε ως Ιτς Καλέ. Εκεί, κατέφυγε και η Ελληνική Κυβέρνηση δύο φορές το 1826, λόγω των γεγονότων εκείνης της χρονιάς.
Ως Φρούριο λειτούργησε μέχρι το 1865. Μετά, έγινε η κατοικία των δημίων της γκιλοτίνας, γιατί ο λαός του Ναυπλίου δεν επιθυμούσε την συνύπαρξη μαζί τους, αλλά και διότι οι δήμιοι κατά κανόνα ήταν κατάδικοι. Το κάστρο προστάτευαν 4 στρατιώτες και ένας επικεφαλής Υπαξιωματικός. Η καρμανιόλα στηνόταν κάθε φορά που υπήρχε τέτοια ανάγκη στο περίφημο Αλωνάκι, νότια των φυλακών του Παλαμηδιού και κοντά στον Άγιο Ανδρέα. Όταν ήρθε η καρμανιόλα από την Μασσαλία, όπου κατασκευάστηκε, την συνόδευε ένας δήμιος. Έφυγε όμως πολύ γρήγορα για την πατρίδα του γιατί οι πολίτες του Ναυπλίου τον αντιμετώπιζαν με μίσος και ιδιαιτέρως προσβλητική συμπεριφορά. Άρχιζαν οι άγριες μέρες των καρατομήσεων. Το Παλαμήδι, το Ιτς-καλέ και το Μπούρτζι, θα γίνουν σημείο αναφοράς δυστυχίας και πόνου για εκείνους που ο Νόμος έπεφτε βαρύς.
Το 1950 το Μπούρτζι πρωτολειτούργησε ως Ξενοδοχείο. Φιλοξένησε σπουδαίες και διάσημες προσωπικότητες. Κατόπιν, μεταβλήθηκε σε ωραιότατο εστιατόριο και αργότερα σε καφετερία. Σήμερα, ο χώρος είναι επισκέψιμος με βαρκάκια που ξεκινούν από την παραλία του Ναυπλίου, ενώ το καλοκαίρι οργανώνονται καλλιτεχνικές ή άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Xαν Αμαδαίος – Εμμανουήλ ( 1801- 1867)
Στρατιωτικός. Γεννήθηκε στη Βέρνη της Ελβετίας το έτος 1801. Υπηρέτησε στον Ελβετικό στρατό από το 1818 μέχρι το 1823. Ήρθε στην Ελλάδα, ως φιλέλληνας, και αρχικά κατετάγη στον λόχο των Φιλελλήνων. Έλαβε μέρος στις μάχες της Τρίπολης, του Ωροπού, των Θηβών, της Χίου, του Τσεσμέ κ.α.
Μετά την απελευθέρωση, παρέμεινε στον Ελληνικό στρατό και έφτασε στο βαθμό του αντιστράτηγου. Διετέλεσε υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα, επιθεωρητής πεζικού και τις παραμονές της επανάστασης του Οκτωβρίου τοποθετήθηκε ως έμπιστος στα Ανάκτορα. Κατά την Ναυπλιακή Επανάσταση του 1862 διορίστηκε αρχηγός της βασιλικής εκστρατείας εναντίον του Ναυπλίου. Αποστρατεύθηκε στις 23 Ιανουαρίου του 1865 και απεβίωσε στην Ελβετία στις 22 Ιουνίου του 1867.
Ο Χαν κατά της Ναυπλιακής Επανάστασης
Μετά την έκρηξη της Ναυπλιακής Επανάστασης τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου, θορυβημένος ο Όθωνας και οι περί αυτόν, συγκρότησαν μεγάλη στρατιωτική δύναμη στην Κόρινθο. Αρχηγός της βασιλικής εκστρατείας διορίστηκε ο Ελβετός Χαν. Όταν έφτασε στην Αργολίδα, έστησε το αρχηγείο του κοντά στην Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα και άρχισε την πολιορκία του Ναυπλίου και των γύρω περιοχών που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των επαναστατών.
Ακολούθησαν αιματηρές μάχες με αμφίπλευρες απώλειες. Ο ανώνυμος Ναυπλιεύς στο βιβλίο του «Τα συμβάντα της Ναυπλιακής Επανάστασης» γράφει ότι ο Χαν «εθλίβετο δια την κατάστασιν του έθνους». Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να εντείνει τις πολεμικές επιχειρήσεις και παράλληλα να προσπαθεί να συκοφαντήσει και να διασπάσει την επανάσταση. Την χαρακτήρισε ως «στρατιωτική ανταρσίαν, προδοτική και αναρχική».
Ενώ η πολιορκία βρισκόταν σε εξέλιξη, στις 7 Μαρτίου οι επαναστάτες ειδοποιήθηκαν ότι ο βασιλιάς Όθων όρισε «πληρεξουσίους του τον αντιστράτηγον Ι. Κολοκοτρώνη, τον υποστράτηγο Χαν και τον νομάρχην Αργολίδος Γεωργαντάν, ίνα διαπραγματευθώσι περί υποταγής της πόλεως και της παραδόσεως των φρουρίων».
Ύστερα από συνεννοήσεις των επικεφαλής των δύο αντιμαχόμενων δυνάμεων, οι επαναστάτες πρότειναν προκειμένου να παραδώσουν την πόλη, να δοθεί γενική αμνηστία σε όλους όσοι είχαν εμπλακεί με κάθε τρόπο στην επανάσταση, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Στις 16 Μαρτίου ο Χαν, αν και είχε στα χέρια του σχετικό βασιλικό διάταγμα από την 8η Μαρτίου, επειδή δεν έδινε αμνηστία σε όλους αλλά εξαιρούσε κάποιους επαναστάτες και φοβούμενος όξυνση της κατάστασης, σε συνάντησή του με αντιπροσωπεία των Ναυπλιωτών, απέκρυψε την ύπαρξή του και είπε ψευδώς ότι το Υπουργείο δεν συμφωνεί στην απονομή χάριτος. Τότε πάρθηκε απόφαση συνέχισης του αγώνα, η οποία έγινε δεκτή από το λαό με ενθουσιασμό. Πλήθος κόσμου, τραγουδώντας παιάνες, διατράνωσε την απόφασή του να συνεχίσει τον αγώνα « μέχρις εσχάτων».
Στις 18 Μαρτίου οι Ναυπλιώτες άρχισαν ισχυρό κανονιοβολισμό κατά των θέσεων του βασιλικού στρατού αλλά αυτός δεν ανταποκρίθηκε. Την επόμενη ημέρα, όταν άρχισαν πάλι να ρίχνουν τα κανόνια της πόλης, ο Χαν έδωσε διαταγή να ανταποδώσουν τα πυρά και ειδοποίησε τους επαναστάτες ότι αν συνεχίσουν θα ισοπεδώσει την πόλη.
Η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, περήφανη και συνεπαρμένη από πατριωτικό ενθουσιασμό, όρθια στο μπαλκόνι του σπιτιού της, αψηφώντας τις σφαίρες των τηλεβόλων που περνούσαν δίπλα της, εγκαρδίωνε το στρατό και το λαό. Ο στρατηγός Χαν, παλιός φίλος της οικογένειας, φοβούμενος μήπως η σπάνια αυτή γυναίκα πάθει κακό από τις οβίδες ή την κατάληψη της πόλης, της έστειλε μήνυμα να απομακρυνθεί από την πόλη ή τουλάχιστον να κλειστεί στο σπίτι της.
Η απάντησή της έφτασε αμέσως, γραμμένη σε επισκεπτήριό της.
«ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Λαμβάνει την τιμήν να ειδοποιήση τον στρατηγό Χαν ότι δεν φοβείται τίποτε άλλο παρά τους ποντικούς».
Τα γεγονότα πύκνωναν και η κατάσταση είχε γίνει πολύ δύσκολη για τους Ναυπλιώτες. Το βασιλικό διάταγμα της 8ης Μαρτίου, που ο Χαν είχε κρατήσει μυστικό, αναγκάστηκε πλέον να το κοινοποιήσει. Το Ναύπλιο ασφυκτιούσε. Μετά από συνεχείς συσκέψεις αποφασίστηκε η παράδοση της πόλης. Αφού υπογράφτηκε η συνθήκη, ο Χαν επέτρεψε την αποχώρηση όλων των οικογενειών, φροντίζοντας για την ασφάλειά τους από επιθέσεις του στρατού και κυρίως των ατάκτων.
Στις 7 Απριλίου ήρθαν κι έδεσαν στο λιμάνι δυο ξένα καράβια. Στις 8 Απριλίου, ημέρα Κυριακή του Πάσχα, οι αγωνιστές που είχαν εξαιρεθεί από την αμνηστία, μετά την λειτουργία, επιβιβάστηκαν στα πλοία, ακολουθώντας τον δρόμο της αυτοεξορίας. Την ίδια ημέρα, μετά την αποχώρηση των πλοίων, ο βασιλικός στρατός κατέλαβε το Ναύπλιο με επικεφαλής τον στρατηγό Χαν. Το ηρωικό Ναύπλιο και οι πολίτες του έχασαν την μάχη αλλά όχι τον πόλεμο. Σε λίγο ο Οκτώβριος θα έδινε τις λύσεις.
Πηγές
Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 6ος, Αθήνα, 1930.
Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση», Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ναυπλίου, Αθήνα, ²2010.
Η Ναυπλιακή επανάσταση (1η Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862)
Το Ιωβηλαίο της 150ετίας
Συμπληρώθηκαν φέτος 150 χρόνια από την ένοπλη επανάσταση που ξέσπασε στο Ναύπλιο εναντίον του Όθωνα και του «Συστήματος» την 1η Φεβρουαρίου και έληξε την 8η Απριλίου 1862. Η Ναυπλιακή επανάσταση, όπως καταγράφηκε στην ιστορία, είναι η στάση της στρατιωτικής φρουράς του Ναυπλίου και η εξέγερση των κατοίκων της ιστορικής πόλης εναντίον του «υπουργείου του αίματος»του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και της βασιλικής καμαρίλλας που καταδυνάστευαν το λαό. Είναι η κορυφαία έκφραση της προσπάθειας που κατέβαλλαν τα φιλελεύθερα και υπό διαμόρφωση αστικά στρώματα της Ελλάδας να επιβάλουν συνταγματικό βίο, να εκσυγχρονίσουν τους θεσμούς και να εκδημοκρατίσουν το νεαρό κράτος.
Η πόλη μας, γιορτάζει την επέτειο και τιμά τη μνήμη όχι μόνο των θυμάτων, αλλά και όλων όσοι ξεσηκώθηκαν να γκρεμίσουν το «Σύστημα» και τη φαυλοκρατία που είχε εκθρέψει η Οθωμανική διακυβέρνηση επί τρεις σχεδόν δεκαετίες.
Οι εθνικοπολιτικές και κοινωνικές συνθήκες
Οι Βαυαροί αντιβασιλείς αρχικά και ο βασιλιάς Όθων Βίττελσμπαχ στη συνέχεια, επιδίωξαν να καταστήσουν την Ελλάδα ένα κράτος ευρωπαϊκού τύπου, μεταφυτεύοντας εδώ θεσμούς και διοίκηση που δεν είχαν καμιά σχέση με τα ήθη και την παράδοση των Ελλήνων (πνεύμα και βίωμα κοινοτήτων) και πάνω απ’ όλα ήταν ξένα με τη νοοτροπία τους. Γι’ αυτό οι Έλληνες δεν ένιωσαν ποτέ το κράτος δικό τους. Τη διοίκηση τη στελέχωσαν κυρίως Βαυαροί και «ετερόχθονες» και παραγκωνίστηκαν οι «αυτόχθονες» και οι αγωνιστές του ’21. Οι τελευταίοι πρωτοστατούσαν στις περιοδικές εξεγέρσεις που σημειώνονταν σε όλη την ελληνική επικράτεια, όλα τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, τροφοδοτώντας και αυξάνοντας τον αντιοθωνισμό των Ελλήνων. Πολύ περισσότερο που παρέμεναν άλυτα τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και δεν προωθούνταν οι εθνικές επιδιώξεις.
Με λίγα λόγια τα περίφημα εθνικά κτήματα (πρώην τουρκικές ιδιοκτησίες) δεν αποδίδονταν στους καλλιεργητές τους, που ήταν οι φυσικοί ιδιοκτήτες τους, αλλά τα νέμονταν μεγαλοτσιφλικάδες και το κράτος. Έτσι η αγροτική παραγωγή ήταν περιορισμένη και ο λαός φτωχός και αδικαίωτος.
Τα πολιτικά κόμματα της Ελλάδας ήταν τότε ξενοκίνητα και εκπροσωπούσαν, κυρίως, τα συμφέροντα των τριών μεγάλων δυνάμεων: της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ήταν προσωποπαγή, χωρίς πολιτικές αρχές και χωρίς κοινωνικό προσανατολισμό. Αδυνατούσαν να χαράξουν εθνική στρατηγική και να λειτουργήσουν δημοκρατικά, βάζοντας αναχώματα στον αυταρχισμό του παλατιού.
Το εθνικό θέμα που πυρπολούσε τις καρδιές των Ελλήνων ήταν η ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό της Ηπειροθεσαλλίας, της Μακεδονίας, και της Κρήτης. Χρόνια την ανέμεναν, όντας ώριμη, αλλά δεν τελεσφορούσε. Κι όταν τα παλάτι διάλεξε τη στιγμή (το 1854 κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου) να υποκινήσει πόλεμο εναντίον των Οθωμανών (κατάλληλα υποδαυλισμένο από τους Ρώσους) αποδείχθηκε απρόσφορη στιγμή, γιατί οι σύμμαχοι της Τουρκίας Άγγλοι και Γάλλοι επέβαλαν στην Ελλάδα ωμή κατοχή που κράτησε τρία χρόνια. Ο θρόνος ταπεινώθηκε και εγκατέλειψε τους μεγαλοϊδεατισμούς. Έγινε βέβαια πιο συμπαθής στο λαό για κάποιο διάστημα, αφού ο θρόνος συμβόλιζε την ενότητα του έθνους, αλλά ο Όθων έπεσε ακόμα πιο χαμηλά στη συνείδηση του Ελληνικού λαού.
Και καθώς οι δοτές κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη αδυνατώντας να λύσουν τα προβλήματα, στην Αθήνα κάνουν την εμφάνισή τους οι περίφημοι «Σύλλογοι» που αποτελούν τη μαχητική αντιπολιτευτική πρωτοπορία, ενώ γύρω από την εφημερίδα «Το μέλλον της πατρίδας» συγκεντρώθηκε όλη η ηγεσία της νεολαίας.
Ο διεθνής περίγυρος
Μετά την Παρισσινή επανάσταση του 1848 που καθαίρεσε το βασιλιά της Γαλλίας, ένα κύμα αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων στην Ευρώπη έφερε οριστικά στην εξουσία, την αστική τάξη. Η απολυταρχική κρατική δομή της Ευρώπης παρέμενε η Αυστρία του Μέτερνιχ και ακολουθούσαν τα γερμανικά βασίλεια και η τσαρική Ρωσία. Από τις απολυταρχίες καμία δεν ευνοούσε δημοκρατικές εξελίξεις στην Ελλάδα και όλες διεκδικούσαν την πρόσδεσή της Ελλάδας στο άρμα των συμφερόντων τους.
Μεγαλύτερη επιρροή ασκούσε στον Όθωνα η Ρωσία, γι’ αυτό καθ’ όλο το διάστημα της βασιλείας του η Αγγλία υπήρξε η πιο απηνής διώκτις του. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται στον επαναστατικό πυρετό που είχε καταλάβει αυτή την περίοδο τα βασίλεια της Ιταλικής χερσονήσου και που σιγά –σιγά θα οδηγούσε στη Ιταλική Ένωση. Την περίοδο αυτή η Ελλάδα εισήγαγε από την Ιταλία επαναστατικά νέα, επαναστατικές ιδέες και ενίοτε επαναστάτες, είτε Ιταλούς, είτε αλλοεθνείς εξ Ιταλίας. Στα Βαλκάνια στήνονταν μυστικές εταιρείες και επαναστατικές συνωμοσίες, γιατί οι λαοί συγκροτούσαν την εθνική ιδεολογία τους και ετοιμάζονταν για την αποτίναξη της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας και την κατάκτηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας.
Το Ναύπλιο και η Παπαλεξοπούλου
Το Ναύπλιο ήταν από τα λίγα αναπτυγμένα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Η απογραφή του 1861 αποτυπώνει προχωρημένη αστικοποίηση και αξιόλογη βιοτεχνική παραγωγή και εμπορική κίνηση. Ο πληθυσμός της εντός των τειχών πόλεως ήταν 6.000 περίπου αλλά αυτό που κυρίως το διέκρινε ήταν η αίγλη που απέκτησε ως η πόλη εγκέφαλος της εθνικής ανεξαρτησίας και στη συνέχεια ως η πρώτη πρωτεύουσα του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ήταν ασφαλώς η πιο οχυρή πόλη της Ελλάδας με την Ακροναυπλία να αποτελεί το ερεισίνωτο της πόλης , την καστρονησίδα Μπούρτζι να ελέγχει την είσοδο του λιμανιού και το Παλαμήδι να φρουρεί αφ’ υψηλού το τειχισμένο Ναύπλιο. Ήταν, λοιπόν, σπουδαίο στρατιωτικό κέντρο και φιλοξενούσε το Οπλοστάσιο της Ελλάδας.
Μετά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον της βασίλισσας Αμαλίας, στις 19 Σεπτεμβρίου 1861, οι φυλακές του Παλαμηδίου γέμισαν από πολιτικούς κρατούμενους και η πόλη του Ναυπλίου από εκτοπισμένους πολιτικούς αντιπάλους του Όθωνα. Το Ναύπλιο, αναπόφευκτα, δυσαρεστημένο από την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα με απόφαση του Όθωνα, ζυμωνόταν τώρα με οξύτερα αντιοθωνικά αισθήματα από τους εξόριστους αξιωματικούς, υπαλλήλους, φοιτητές, δημοσιογράφους κ.λ.π. Ενεργό ρόλο στις πολιτικές ζυμώσεις έπαιζε ο δραστήριος δικηγορικός σύλλογος και ορισμένοι μαχητικοί Πρωτοδίκες και Εφέτες.

Καλλιόπη Σπ. Παπαλεξοπούλου. Φώτο από το « Ημερολόγιον του 1904, Κ. Φ . Σκόκου », Τόμ. 19, Αρ. 1, σελ. 241.
Ασφαλώς, όμως, ξεχωριστό τόνο έδινε ο Σύλλογος της Νεολαίας Ναυπλίου και η γυναίκα θρύλος του Ναυπλίου, Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Χήρα του πρώτου δημάρχου του Ναυπλίου Σπύρου Παπαλεξοπούλου, με αξιοσημείωτη για την εποχή της μόρφωση και ενημερωμένη βιβλιοθήκη, είχε φιλελεύθερη πολιτική συγκρότηση, ευαίσθητη κοινωνική συνείδηση και μαχητικό πνεύμα.
Το σαλόνι της από το 1828 έως το 1834 που μεταφέρθηκε η «καθέδρα» του κράτους στην Αθήνα ήταν το κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Από κει πέρασαν «όλοι». Από τον Καποδίστρια έως τους αντιβασιλείς και τον Όθωνα, και από τους πρέσβεις των ξένων κρατών έως και τους επίσημους επισκέπτες και τους επιφανείς περιηγητές της Ελλάδας. Τα πατριωτικά και φιλελεύθερα ιδεώδη της την έφεραν όμως νωρίς σε σύγκρουση και με το συγκεντρωτισμό του πρώτου κυβερνήτη και με τον απολυταρχισμό των βαυαρών.
Όμως από το 1861 το σπίτι της στην πλατεία Συντάγματος του Ναυπλίου είχε γίνει τόπος συνάντησης των εξόριστων αξιωματικών και των φλογερών πολιτών που ζητούσαν την «έκπτωσιν του συστήματος». Οι δημοκρατικές απόψεις, η συνωμοτική προετοιμασία και ο επαναστατικός ερεθισμός διευθύνονταν επιδέξια από την Παπαλεξοπούλου που ξαναζούσε μέρες υψηλής πολιτικής έντασης.
Το Ναύπλιο είχε καταστεί το πιο προωθημένο αντιδυναστικό κέντρο και δε χρειαζόταν παρά μια σπίθα για να εκραγεί η εύφλεκτη πολιτική του ύλη. Εξάλλου σε όλη την επικράτεια του ελληνικού βασιλείου εκδηλώνονταν σποραδικά εξεγέρσεις που καταπνίγονταν με τα όπλα. Η σπίθα βρέθηκε και ήταν η δημόσια προσβολή του Όθωνα προς τον ένδοξο ναύαρχο Κων. Κανάρη. Η προσβολή είχε ιδιαίτερα δυσμενή απήχηση στο Ναύπλιο, όπου ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης ήταν πολύ λαοφιλής. Μετά απ’ αυτό και σε συνεννόηση με την αντιπολίτευση της Αθήνας ελήφθη η απόφαση της ένοπλης εξέγερσης για την «κατάπτωσιν του Συστήματος»
Την οργάνωση και την ηγεσία της στρατιωτικής συνωμοσίας ανέλαβαν δύο εμπειροπόλεμοι και σοβαροί αξιωματικοί. Ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχου, διοικητής του Β΄ τάγματος πεζικού στην Ακροναυπλία και ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, φυλακισμένος στην Ακροναυπλία. Συνεπικουρούνταν φυσικά από άλλους μυημένους αξιωματικούς και ήταν σ’ επαφή με συνωμοτικά κινήματα πολλών ελληνικών πόλεων και φυσικά με την ηγεσία της αντιπολίτευσης στην Αθήνα. Ο στόχος ήταν μια ταυτόχρονη πανελλήνια εξέγερση ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου 1862.
Η επανάσταση
Επειδή βρέθηκαν στα χέρια της αστυνομίας επιστολές συνωμοτικού περιεχομένου, που διακινούσε με το διπλωματικό σάκο ο υποπρόξενος του Βελγίου και δραστήριο μέλος του Ναυπλιώτικου δικτύου, αναγκάστηκαν οι συνωμότες να επισπεύσουν την έναρξη της επανάστασης. Έτσι τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 1862 συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Συντάγματος (τότε Πλατάνου), όπου και το σπίτι της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, στρατός και λαός ενωμένοι. Εκεί κήρυξαν επίσημα την έναρξη της Επανάστασης, κατέλυσαν τις αρχές, κατέλαβαν το Παλαμήδι και ανέλαβαν τη διοίκηση της πόλης.
Ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο συντάχθηκαν με τους επαναστάτες και συγκροτήθηκαν στην πόλη εθελοντικές μονάδες πολιτών για να συνδράμουν τις στρατιωτικές δυνάμεις της Επανάστασης. Στρατιωτικός αρχηγός της Επανάστασης ορίστηκε ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχου, αρχηγός του επιτελείου ο αντισυνταγματάρχης Πάν. Κορωναίος, φρούραρχος Ναυπλίου ο ταγματάρχης Δ. Βότσαρης, φρούραρχος Παλαμηδίου ο ταγματάρχης Ζυμβρακάκης και στρατιωτικός αστυνόμος Ναυπλίας ο υπολοχαγός Δημητράκης Γρίβας (γιος του οπλαρχηγού της Ακαρνανίας Θεοδωράκης Γρίβα), ο πιο μαχητικός από τους ηγέτες του Ναυπλιακού κινήματος και ανυπότακτος μέχρι τέλους.
Από τη δεύτερη μέρα, όμως, μετά από ψηφοφορία λαού και στρατού αναδείχθηκε μια «Κυβερνητική Επιτροπή» αποτελούμενη μόνο από πολίτες, αφού ο Μίχου επέμενε ότι οι στρατιωτικοί πρέπει να περιοριστούν στα «καθαρώς στρατιωτικά έργα» και πως «ο στρατός δεν πρέπει να πολιτεύεται». Την επιτροπή αυτή στελέχωσαν επιφανή μέλη της Ναυπλιώτικης κοινωνίας. Ο δήμαρχος Πολ. Ζαρειφόπουλος, ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Μιχ. Ιατρός, ο πρώην βουλευτής Γ. Ι. Ιατρός, ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, ο δημοτικός σύμβουλος Β. Κόκκινος και τέσσερις δικηγόροι: ο Κ. Γ. Αντωνόπουλος, ο Γρ. Δημητριάδης, ο Κ. Πετσάλης και Ιωάν. Παπαζαφειρόπουλος. Γενικός Γραμματέας της επιτροπής ορίστηκε ο Γ. Δ. Ποσειδών.
Η επιτροπή απεύθυνε προς το ελληνικό έθνος Διακήρυξη όπου εξηγούσε τα αίτια και καθόριζε τους τρείς βασικούς σκοπούς του κινήματος που ήταν:
1. Η κατάπτωση του συστήματος
2. Η διάλυση της βουλής.
3. Η συγκρότηση εθνοσυνέλευσης που θα υποσχόταν:
α. Την ανάκτηση των χαμένων ελευθεριών και
β. την εκπλήρωση των εθνικών πόθων
Είναι φανερό πως ο αντιοθωνισμός της διακήρυξης είναι μόνο έμμεσος, από πολιτική πρόνοια να μην έρθουν οι επαναστάτες σε αντίθεση με τις Προστάτιδες Δυνάμεις που είχαν επιβάλει και εγγυηθεί το θρόνο της Ελλάδας με τη συνθήκη της 25/4/1832. Έτσι η επίθεση γίνεται ανοιχτά εναντίον του «Συστήματος».
Άλλο μέλημα της Επιτροπής ήταν η οργάνωση της νέας κατάστασης και η εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στο λαό. Και στα δύο αυτά τα αποτελέσματα ήταν άριστα. Αξιομνημόνευτος είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο ενέταξαν στις ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις του ποινικούς κρατούμενους του Παλαμηδίου, μετά από έντονα εκφρασθείσα δική τους επιθυμία.
Έτσι λαός, στρατός, πρώην κρατούμενοι και σώματα εθελοντών από τις γύρω περιοχές, το Άργος, την Τρίπολη κ.λπ. συγκρότησαν μια αξιόλογη πολεμική δύναμη. Στο δίλημμα αν θα έπρεπε να βαδίσουν κατά της Αθήνας, ώστε να ξεσηκώσουν τους πάντες στο διάβα τους ή να παραμείνουν στο Ναύπλιο αναμένοντας την επανάσταση των άλλων πόλεων, όπως ήταν η συμφωνία, στο δίλημμα αυτό δόθηκε η απάντηση: παραμονή στο οχυρό Ναύπλιο, για να μη διακινδυνευτεί η σύγκρουση με τον κυβερνητικό στρατό σε ανοιχτό πεδίο και τα θύματα είναι πολλά.
Η απόφαση αυτή έδωσε χρόνο στο Παλάτι και την άνεση να δράσει ψύχραιμα και μεθοδικά. Ενεργοποίησε αποτελεσματικά τους μηχανισμούς καταστολής και προπαγάνδας και στην Αθήνα και στις υπόλοιπες πόλεις, όπου υπήρχαν πληροφορίες για συνωμοτικές κινήσεις, και τις εξάρθρωσε ή τις κατέστειλε αμέσως μόλις ξέσπασαν.
Στη συνέχεια ο Όθων συγκάλεσε στην Κόρινθο όλες τις διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις (φαίνεται πως ήταν 3.000- 4.000) και ανέθεσε την αρχιστρατηγία στον απόστρατο στρατηγό γερμανοελβετικής καταγωγής Εμμαν. Χαν. Παράλληλα ο βασιλικός στρατός ενισχύθηκε με στρατολογηθέντες άτακτους μισθοφόρους. Ταυτόχρονα βουλευτές και αξιωματούχοι του συστήματος που είχαν κύρος στάλθηκαν στις επαρχίες για να αποτρέψουν νέες εξεγέρσεις. Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του Γενναίου Κολοκοτρώνη που κατάπαυσε την επανάσταση στην Αρκαδία και στο Άργος και επιβραβεύτηκε αργότερα από τον Όθωνα με την ανάθεση σ’ αυτόν της Πρωθυπουργίας. Ο στρατός αυτός σύστησε στρατόπεδο στ’ ανοιχτά του Ναυπλίου (κοντά στις σημερινές φυλακές της Τίρυνθας) και άρχισε την προετοιμασία.
Το χρονικό των μαχών
Την 8η Φεβρουαρίου 1862 και χωρίς να προηγηθούν διαπραγματεύσεις ο κυβερνητικός στρατός εξαπέλυσε ταυτόχρονη επίθεση σε τρία μέτωπα που είχαν καταλάβει και οχυρώσει οι επαναστάτες του Ναυπλίου: στο χωριό Άρια, στο λόφο του προφήτη Ηλία και στους Μύλους του Ταμπακόπουλου που βρίσκονταν Ν.Δ. του προφήτη Ηλία. Οι μάχες ήταν πεισματικές και με μεγάλες απώλειες. Περίπου 70 οι νεκροί και από τις δύο πλευρές και περισσότεροι οι τραυματίες. Η νίκη στεφάνωσε τα όπλα των επαναστατών αλλά με εντολή του Μίχου δεν έγινε καταδίωξη των ηττημένων, για να μη χυθεί άλλο αδερφικό αίμα και γιατί ανέμενε να αυτομολήσουν προς το στρατό του πολλοί αξιωματικοί του Χαν.
Εν τω μεταξύ οι κυβερνητικοί σφίγγουν την πολιορκία και οι επαναστάτες συναισθάνονται την απομόνωση. Δεν χάνουν, όμως, τις ελπίδες τους ότι σύντομα θα επαναστατήσουν και άλλες πόλεις. Το ηθικό φροντίζει να το κρατά ακμαίο η εφημερίδα αρχών της επανάστασης «Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝ» που εξέδιδε ο ταλαντούχος δημοσιογράφος Θ. Φλογαΐτης καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέγερσης.
Ο Φεβρουάριος πέρασε με αψιμαχίες και μάχες κυρίως στα χωριά Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι), Δρέπανο (Χαϊδάρι), Τολό (Μινώα), Ασίνη (Τζεφέραγα). Θύματα ήταν κυρίως οι άμαχοι τους οποίους πλιατσικολογούσαν άγρια οι άτακτοι μισθοφόροι του βασιλικού στρατού. Στο τέλος του Φλεβάρη άρχισαν να υποφέρουν οι πολιορκημένοι από ελλείψεις, κυρίως κρέατος, και να νιώθουν στενοχωρία από τη συρροή προσφύγων. Παρέμεναν όμως ακλόνητοι στις πεποιθήσεις τους.
Την 1η Μαρτίου έχουμε τις σφοδρότερες συγκρούσεις σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Ο βασιλικός στρατός, υπέρτερος αριθμητικά, επιτέθηκε στην Άρια που την υπερασπιζόταν ο ανθυπολοχαγός Δυοβουνιώτης. Οι υπερασπιστές δεν άντεξαν κι ο Δυοβουνιώτης έπεσε νεκρός. Ένα τμήμα των νικητών εισβάλλει στο ατείχιστο προάστιο του Ναυπλίου, την Πρόνοια, τη λεηλατούν και την πυρπολούν. Ένα άλλο τμήμα σπεύδει να ενισχύσει τους επιτιθέμενους εναντίον του προφήτη Ηλία που τον υπερασπίζεται ο υπολοχαγός Δ. Γρίβας και ένα άλλο βοηθά τους επιτιθέμενους στους Μύλους Ταμπακόπουλου που τους υπερασπίζεται ο ανθυπολοχαγός Πραΐδης. Οι Μύλοι του Ταμπακόπουλου δεν άντεξαν και στο τέλος πυρπολήθηκαν από τους κυβερνητικούς. Η μάχη στον Προφήτη Ηλία κράτησε μέχρι τις 9 το βράδυ και οι άνδρες του Γρίβα κατάφεραν να βγουν από τον ασφυκτικό κλοιό με τέχνασμα και να σωθούν μπαίνοντας στα τείχη της πόλης. Για τις εκατέρωθεν απώλειες οι μαρτυρίες είναι πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες. Είναι σαφές όμως ότι οι δυνάμεις των επαναστατών ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι περίπου 90 επαναστάτες, ανάμεσα στους οποίους και ο αρχηγός του επιτελείου των Ναυπλιωτών Πάνος Κορωναίος.

Επεισόδιο από τη Ναυπλιακή Επανάσταση – Κατάληψη των εξωτερικών οχυρώσεων από τον Οθωνικό στρατό (1862).
Την επόμενη μέρα ο Χαν ζητά με έγγραφο από τον Μίχου την παράδοση της πόλης εντός 24 ωρών χωρίς όρους. Στο Ναύπλιο τότε δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις: Αυτοί που με αρχηγό τον Μίχου ζητούσαν γενική αμνηστία και με αυτόν τον όρο δέχονταν να παραδοθούν (γιατί δεν έβλεπαν συνδρομή από αλλού κι είχαν χάσει τις ελπίδες τους) και οι αδιάλλακτοι με αρχηγό τον Δ. Γρίβα που πρότειναν την παράταση του αγώνα.
Οι περισσότεροι τάχθηκαν με την άποψη του Μίχου και υπέγραψαν έγγραφο με το οποίο ζητούσαν Γενική αμνηστία. Οι διαφωνούντες κατέλαβαν το Παλαμήδι και προετοιμάζονταν να συνεχίσουν ακόμα και μόνοι τον Αγώνα, όταν έφτασε η είδηση της Επανάστασης στις Κυκλάδες. Τότε αναζωπυρώθηκαν οι ελπίδες των πολιορκημένων και εύχονταν να απαντήσει αρνητικά ο Όθων. Η επανάσταση των Κυκλάδων όμως, πνίγηκε στο αίμα, γεμίζοντας θλίψη τους Ναυπλιείς και συγκλονίζοντας το πανελλήνιο με τη σκληρότητα των κυβερνητικών και την απάνθρωπη συμπεριφορά προς τους νεκρούς Ν. Λεωτσάκο (ήρωα της Θεσσαλικής Επανάστασης), ανθυπολοχαγό Περ. Μωραϊτίνη και το φοιτητή Σκαρβέλη.
Σιγά –σιγά όμως κύριος της κατάστασης στο Ναύπλιο έγινε ο Δ. Γρίβας και οι ομοϊδεάτες τους και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού, λαού πήρε το μέρος του. Κι όταν ο Χαν μετά από παρελκυστική τακτική αρκετών ημερών ανακοίνωσε στις 16 Μαρτίου ότι το «υπουργείον δεν ενδίδει» και δεν δίνει αμνηστία οι αντιμαχόμενες παρατάξεις Μίχου – Γρίβα συμφιλιώθηκαν και με νέα ορμή ρίχτηκαν και πάλι μαζί στον αγώνα, βομβαρδίζοντας τους πολιορκητές στις 18 και 19 Μαρτίου και δεχόμενοι το σφοδρό Κανονιοβολισμό του Χαν.
Ο Επίλογος
Η κατάσταση στην πόλη γίνεται μέρα με τη μέρα δραματικότερη αφού, εκτός των άλλων, υπήρχε και η έλλειψη πόσιμου νερού μετά την κατάληψη της Άριας και των πηγών της από τους πολιορκητές (το Ναύπλιο υδρευόταν τότε από την Άρια). Αυτό ανάγκασε τους πολιορκημένους να ζητήσουν ανακωχή και με νοικιασμένες βάρκες μεταφέρθηκαν, όσες οικογένειες δέχτηκαν, στους Μύλους κι από ‘κει με απίστευτες δυσκολίες και ταλαιπωρίες, στο Άργος.
Στις 24 Μαρτίου έφτασε στο Ναύπλιο το διάταγμα της αμνηστίας που υπέγραψε ο Όθωνας. Το διάταγμα εξαιρούσε από την αμνηστία 12 στρατιωτικούς και 7 πολιτικούς ως πρωταίτιους της επανάστασης. Επιπλέον είχε ημερομηνία 8 Μαρτίου 1862, άρα ο Χαν το είχε κρατήσει μυστικό, αφού οι Ναυπλιείς ζητούσαν Γενική Αμνηστία και δεν θα το δέχονταν. Προσδοκούσε ότι ο χρόνος δούλευε εις βάρος τους και πως αργότερα θα το δέχονταν. Κι όμως το απέρριψαν διατρανώνοντας την απόφασή τους για αγώνα μέχρι εσχάτων. Αλλά για πόσο ακόμα; Για πρώτη φορά, κατά τα τέλη Μαρτίου, παρατηρήθηκαν αυτομολήσεις από τους Ναυπλιείς προς το στρατόπεδο των πολιορκητών. Αυτό ήταν το σήμα για τον Μίχου να έρθει σε συνεννόηση με τους πρέσβεις Γαλλίας και Αγγλίας να διαθέσουν πλοία, ώστε να αναχωρήσουν για το εξωτερικό οι 19 μη αμνηστευμένοι πρωταίτιοι της επανάστασης Οι πρέσβεις δέχθηκαν και το πρωτόκολλο υπογράφηκε στις 6 Απριλίου 1862 απ’ όλους, πλην του Δ. Γρίβα ο οποίος υπέγραψε τη δήλωση:
«Εγκαταλειφθείς παρά πάντων των συναδέλφων μου αναγκάζομαι να καταδικάσω εμαυτόν εις αειφυγίαν και, αισχυνόμενος του λοιπού να αποκαλώμαι Έλλην, από τούδε παραιτούμαι της ελληνικής εθνικότητας».
Οι μη αμνηστευμένοι μέσα σε ανείπωτη συγκίνηση μπήκαν στα δυο καράβια, ένα Αγγλικό κι ένα Γαλλικό, ανήμερα το Πάσχα, 8 Απριλίου 1862, αφού χαιρέτησαν τη Φρουρά, τους πολίτες και την Κ. Παπαλεξοπούλου που προφητικά τους εγκαρδίωνε πως σύντομα θα ξανανταμωθούν. Μαζί τους έφυγαν για το εξωτερικό κι άλλοι 250-300 επαναστάτες που δεν δέχτηκαν να παραμείνουν και να παραδώσουν την πόλη στους νικητές αντιπάλους.
Μετά την αναχώρηση των πλοίων ο εντεταλμένος ταγματάρχης Ι. Μανολάκης παρέδωσε την πόλη και τα κάστρα στο Χαν και ο βασιλικός στρατός έμπαινε στην πόλη με τους εναπομείναντες κατοίκους κλεισμένους στα σπίτια τους. Κατέβηκαν οι επαναστατικές σημαίες, αποκαταστάθηκαν οι Οθωνικές αρχές και επέστρεψαν οι οικογένειες που το είχαν εγκαταλείψει. Η ζωή έβρισκε σιγά –σιγά το δρόμο της και η πίκρα τη θέση της στις καρδιές των Ναυπλιωτών.
Μικρή αποτίμηση
Η Ναυπλιακή Επανάσταση είχε διάρκεια 67 ημερών. Ξεκίνησε με ενθουσιασμό των επαναστατών, πίστη στο δίκαιο των επιδιώξεών τους και ελπίδες για την επίτευξη των στόχων τους. Έληξε με στρατιωτική ήττα αλλά ταυτόχρονα με ηθική και πολιτική επικράτησή τους.
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τις εξελίξεις:
1) Ο Όθων αναγκάστηκε να αλλάξει την κυβέρνηση με την οποία ήρθαν σε μετωπική σύγκρουση οι επαναστάτες
2) Ανέλαβε πρωτοβουλίες για επανάσταση εναντίον των οθωμανών στα μικρασιατικά παράλια για να υλοποιήσει μέρος έστω τη Μεγάλης Ιδέας και
3) Μέσα σε έξι μήνες αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το θρόνο και να αποχωρήσει από την Ελλάδα, δικαιώνοντας αναδρομικά την Ναυπλιακή Επανάσταση.
Πολιτειακό ζήτημα δεν είχε τεθεί και, όπως ήταν φυσικό για την εποχή εκείνη, αναζητήθηκε νέος βασιλιάς. Οι «Προστάτιδες» Δυνάμεις επέλεξαν μετά από συμβιβασμούς το Δανό Γεώργιο Γκλυξμπουργκ ως βασιλέα της Ελλάδας.
Γιώργος Αναστασόπουλος
Φιλόλογος
Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου (1809-1898) – Η Γυναίκα που κλόνισε τον θρόνο του Όθωνα
Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου (1809-1898) – Η Γυναίκα που κλόνισε τον θρόνο του Όθωνα, είναι ο τίτλος του βιβλίου της Κούλας Ξηραδάκη που επανεκδόθηκε για τρίτη φορά πριν μερικά χρόνια στην Αθήνα. Πρόκειται για τη μυθιστορηματική βιογραφία της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, μιας από τις αξιολογότερες γυναικείες φυσιογνωμίες της νεότερης Ελλάδας.
Στον πρόλογο του βιβλίου η συγγραφέας σημειώνει:
Όταν το 1925 η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού έκανε στην Αθήνα μια διάλεξη με θέμα «Γυναίκα και πολιτική», προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Άλλοι την ειρωνεύτηκαν κι άλλοι κούνησαν μελαγχολικά το κεφάλι λέγοντας, πάει ο κόσμος χάλασε! Λίγοι ήταν αυτοί που κατάλαβαν τι εννοούσε η Γιαννιού λέγοντας: πολιτική εννοώ, να μορφωθεί η γυναίκα και να φτάσει στο σημείο να καταλάβει τι είναι ΠΟΛΙΤΕΙΑ.
Έπρεπε να περάσουν πάνω από πενήντα κοσμογονικά χρόνια, για να ωριμάσουν οι συνθήκες και να μπουν οι γυναίκες στην πολιτική κονίστρα. Η Γκόλντα Μέιρ έγινε πρωθυπουργός του Ισραήλ, η Σιριμάβο Μπανταρανάικε πρωθυπουργός της Κεϋλάνης, η Ίντιρα Γκάντι πρωθυπουργός της Ινδίας, η Μάργκαρετ Θάτσερ πρωθυπουργός της Μ. Βρεττανίας, η Γκρό Χάρλεμ Μπρούντλαντ πρωθυπουργός της Νορβηγίας, η Μπεναζίρ Μπούτο πρωθυπουργός του Πακιστάν, η Μαίρη Ρόμπινσον και η Μαίρη Μάκ Άλις πρόεδροι της Ιρλανδίας. Η Μπιλιάνα Πλάβστς πρόεδρος των Σερβοβόσνιων. Η Μπριγκίτα Ντάλ πρόεδρος της Σουηδικής Βουλής. Υπουργός Εξωτερικών δεν είναι μόνο η Μαντλίν Ομπράιτ, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Βουλγαρία, το Μεξικό έχουν γυναίκες υπουργούς Εξωτερικών, για να περιοριστούμε σ’ αυτές μόνο, γιατί γυναίκες υπουργοί, υφυπουργοί, πρέσβειρες, αντιπρόσωποι σε Διεθνείς οργανισμούς κ.λ.π. υπάρχουν πολλές. Ε, λοιπόν, έναν αιώνα πριν, όταν το πλείστον των γυναικών μας ήταν αγράμματες, μια γυναίκα στο Ναύπλιο, ήξερε τι είναι «Πολιτεία». Ήξερε τι θα πει δεσποτισμός και τι συνταγματικές ελευθερίες, τι θα πει αυθαιρεσία και τι έννομος τάξη. Κι αυτή ήταν η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου.
Γεννημένη σ’ επαναστατικό περιβάλλον, γαλουχημένη με τις πιο επαναστατικές ιδέες του 19ου αι. ευφυέστατη, μορφωμένη και γλωσσομαθής, γίνεται στην αρχή — ευθύς μετά την επανάσταση — το δεξί χέρι του πολιτευτή άντρα της Σπύρου Παπαλεξοπούλου. Μετά τον πρόωρο θάνατό του αναμειγνύεται στην πολιτική και γίνεται η ψυχή της αντιπολιτευόμενης τον Όθωνα μερίδας. Μετά το συνταγματικό κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και την παραχώρηση Συντάγματος, το αντιοθωνικό ρεύμα για λίγο κοπάζει, μα η συνέχιση της αυταρχικής πολιτικής του Όθωνα, δίνει αφορμή να δημιουργηθούν νέες εστίες αναταραχών σ’ όλο την Ελλάδα. Και τον Φλεβάρη του 1862 έρχεται το Ναύπλιο να δώσει τη μεγάλη μάχη εναντίον του Όθωνα για την κατάλυση του δεσποτισμού και τον σεβασμό των συνταγματικών ελευθεριών.
Σ’ αυτή την μάχη η Παπαλεξοπούλου βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και γίνεται «η τρομερή συνωμότις», «η φλογερή επαναστάτις», η «Ιεροφάντης των επαναστατικών ιδεών», ο «ιθύνων νους» και «παίζει τον ρόλο της Ζάν ντ’ Άρκ και της μαντάμ Ρολλάν». Το παιγνίδι στο Ναύπλιο για μία στιγμή χάνεται, η Παπαλεξοπούλου υποχωρεί, μα ο θρόνος έχει σειστεί τόσο που είναι ετοιμόρροπος. Και δεν αργεί να έρθει ο Οκτώβρης του 1862, η εκθρόνιση του Όθωνα και η νίκη των συνταγματικών για να δικαιωθεί η Παπαλεξοπούλου και το έργο της.
Το επίσημο κράτος αναγνώρισε τους αγώνες της και την ετίμησε ισάξια. Καμιά Ελληνίδα δεν δοξάστηκε τόσο και καμιά δεν εγνώρισε τον θρίαμβο που γνώρισε η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Οι δρόμοι της Αθήνας μία φορά στρώθηκαν με δάφνες για να περάσει μια θνητή κι οι Αθηναίοι μια φορά έκοψαν τριαντάφυλλα για να ράνουν το πέρασμα της ηρωίδας. Κι αυτή ήταν η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου.
Ο χρόνος πέρασε. Τα γεγονότα πάλιωσαν. Η λήθη έσβησε τις ζωηρές αναμνήσεις των ημερών που συγκλονίσανε την Ελλάδα κι η ηρωίδα μας για τους πολλούς ξεχάστηκε. Όμως η Ιστορία ποτέ δεν θα πάψει να θυμίζει στον μελετητή, ότι η εκθρόνιση του πρώτου βασιλιά της νεώτερης Ελλάδας, του μοιραίου Όθωνα, είναι στενά συνδεδεμένη με το όνομα της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου.
Στέλβαχ Λουδοβίκος (1800; – 1883)
Γεννήθηκε στη Βαυαρία. Ήταν γόνος σπουδαίας οικογένειας, την οποία αποχωρίστηκε νωρίς, ερχόμενος στην Ελλάδα. Στην έκρηξη του Ελληνικού αγώνα, δεν έμεινε αδιάφορος αλλά νεαρός ακόμη εντάχθηκε στις ελληνικές δυνάμεις και πολέμησε γενναία υπό την αρχηγία του Νόρμαν. Νεαρός, ωραίος, θαρραλέος και πλήρης πατριωτικών συναισθημάτων, πολέμησε στην ένδοξη μάχη του Πέτα.
Στον αποκλεισμό του Μεσολογγίου, αχώριστος φίλος του Λόρδου Βύρωνα, έλαβε μέρος στην ηρωική έξοδο κατά την οποία τραυματίστηκε. Συμπολέμησε στο πλευρό του Καραϊσκάκη στη μάχη του Πειραιά. Στη συνέχεια έλαβε ενεργό μέρος σε πολλές μάχες υπό την ηγεσία διαφόρων αρχηγών. Μετά την απελευθέρωση, ο Λουδοβίκος Στέλβαχ, παρέμεινε στον τακτικό στρατό. Επί Όθωνα τοποθετήθηκε φρούραρχος του Παλαμηδιού όπου παρέμεινε επί είκοσι περίπου χρόνια. Βοήθησε καθοριστικά στην ίδρυση του οπλοστασίου και των φυλακών του Ναυπλίου.
Το 1862 κατά την έκρηξη της Ναυπλιακής επανάστασης ο Στέλβαχ ήταν ακόμη φρούραρχος του Παλαμηδιού. Στις 2 Φεβρουαρίου, στις 9 το πρωί το Παλαμήδι πάρθηκε από τους επαναστάτες. Τάχτηκε στο πλευρό των επαναστατών και πολέμησε κατά των Οθωνικών δυνάμεων. Στο βασιλικό Διάταγμα «Περί αμνηστίας» της 8ης Μαρτίου 1862, ο Λουδοβίκος Στέλβαχ εξαιρέθηκε μαζί με άλλους πρωτεργάτες του κινήματος.
Στις 6 Απριλίου ο αρχηγός της επανάστασης Μίχου κάλεσε όλους τους μη αμνηστευθέντες πολιτικούς και αξιωματικούς στο σπίτι του και μετά από μακρά και θυελλώδη συζήτηση αποφασίστηκε να αναχωρήσουν εκτός Ελλάδας. «… Αποφαινόμεθα: Υποβάλλομεν ημάς αυτούς εις την εγκατάλειψιν του πατρώου εδάφους, αναχωρούντες εις την αλλοδαπήν μεθ’ όλων εκείνων, όσοι εκ των ενταύθα θέλουν μας ακολουθήσει». Η 8η Απριλίου ήταν Κυριακή του Πάσχα. Οι εξαιρεθέντες αξιωματικοί παρακολούθησαν την πασχαλινή λειτουργία και μετά κατευθύνθηκαν προς την παραλία για επιβιβαστούν στις βάρκες που τους περίμεναν και να τους οδηγήσουν στα δυο πλοία που τους περίμεναν. Το γαλλικό « Πελικάν» και το αγγλικό « Κάστωρ».
Υπήρξε ο μόνος επιζήσας συστρατιώτης του Βύρωνα και τιμήθηκε με πολλά παράσημα ελληνικά και ξένα. Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη. Ήταν ένας γνήσιος φιλέλληνας που ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τον Νόρμαν και τον Φαβιέρο, προσφέροντας σπουδαίες υπηρεσίες στην Ελλάδα που την αγάπησε βαθειά και την θεώρησε πατρίδα του. Πέθανε στην Αθήνα την 22α Μαΐου του 1883 σε ηλικία μεγαλύτερη των ογδόντα χρόνων.
Πηγές
Ποικίλη Στοά, Ετήσιον Ημερολόγιον, Έτος Δ΄, 1884, Αθήνα, 1883.
Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Η Ναυπλιακή Επανάσταση», β’ έκδοση, Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ναυπλίου, Αθήνα, 2010.